Μια φορά κι εναν
καιρό ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα κι είχαν πέντε
παιδάκια που το μεγαλύτερο ήταν επτά χρόνων και το μικρότερο στην κούνια.
Κάθονταν έξω από το χωριό σε μια καλύβα φτιασμένη με βούρλα, γιατί δεν είχανε
λεφτά να κάνουν ένα σπιτάκι κι ο τόπος που έφτιασαν την καλύβα ήταν ξένος κι
αυτός. Το μόνο που είχαν οι κακόμοιροι ήταν ένα μουλάρι. Ο άντρας έκοβε ξύλα
από στο δάσος,
τα φόρτωνε στο μουλάρι του και πήγαινε στην πόλη και τα πουλούσε κι αγόραζε
πότε αλεύρι και πότε λάδι κι έβραζαν και χορταράκια και ψευτοπερνούσαν. Καμιά
φορά η γυναίκα κοίταζε τα παιδιά της κι αναστέναζε:



Εκείνη τη χρονιά όμως έπεσε
χειμώνας βαρύς, το χιόνι σκέπασε
το δάσος κι ο άντρας δεν
μπορούσε να πάει να κόψει ξύλα κι ούτε άλλη δουλειά να κάνει, γιατί με το χιόνι
οι δουλειές σταματάνε, οι άντρες μαστορεύουν στα σπίτια τους κι οι γυναίκες
πιάνουν τη ρόκα.
Η γυναίκα του ξυλοκόπου δεν
είχε ούτε μαλλί να γνέσει ούτε νήμα να υφάνει. Και σε λίγες μέρες δεν είχε
ούτε σταγόνα λάδι το μπουκάλι τους, ούτε χούφτα αλεύρι η σακούλα. Κάθονταν
λοιπόν ένα βράδυ δίπλα στη φωτιά με το λυχνάρι σβηστό κι ήταν όλοι τόσο πει-
νασμένοι, που δεν είχαν καρδιά να μιλήσουν. Και το μικρό στην κούνια.
Έξαφνα, εκεί που κάθονταν,
χτύπησε η πόρτα τους κι ο ξυλοκόπος πήγε ν' ανοίξει. Είδαν τότε να μπαίνει μια
γυναίκα αδύνατη και ζαρωμένη μ' ένα ταγάρι στην πλάτη της.





Άρχισαν τότε να κουβεντιάζουν
κι από λόγο σε λόγο η γυναίκα του ξυλοκόπου
τής είπε την κακοτυχία που τους ήρθε εκείνες τις ημέρες:

Ο ξυλοκόπος κι η γυναίκα του
χαμογέλασαν κι αυτοί.



Τι να
δουν! Τρία καρβέλια ψωμί ζεστά και μυρωδάτα, ένα ταψί γεμάτο κρέας ψητό, ένα
τσουκάλι με αχνιστή σούπα, μια κάδη με τυρί κι ένα σωρό άλλα ωραία πράγματα.
Τα 'χασαν τότε οι κακόμοιροι
και δεν ήξεραν τι να πουν.


Τα παιδιά έφεραν τότε γρήγορα
- γρήγορα το σοφρά, η μάνα τους κι ο πατέρας τους έβαλαν πάνω τα φαγιά κι
άρχισαν να τρώνε τα παιδιά μάλιστα ξεφώνιζαν και γελούσαν από
τη χαρά τους.
Σαν έφαγαν και χόρτασαν καλά,
η γυναίκα του ξυλοκόπου είπε:




Ο ξυλοκόπος τότε σηκώθηκε,
σηκώθηκε κι η γυναίκα του και τα παιδιά του κι έτρεξαν στο αχούρι τους. Και τι
να δουν! Μια πελώρια αγελάδα δίπλα στο μουλάρι μασούσε το χορτάρι της και το
αχούρι ήταν μεγάλο κι όμορφο και στην άκρη ένας σωρός από σανό.
Σάστισαν οι κακόμοιροι πιο
πολύ κι έμειναν μ' ανοιχτό το στόμα.
Όπου ξαφνικά η γυναίκα του
ξυλοκόπου φώναξε:


Και γύρισαν κατά την καλύβα.
Η καλύβα όμως τώρα είχε χαθεί και στη θέση της ήταν ένα όμορφο πεντακάθαρο
σπιτάκι μ' έναν πεντάμορφο κήπο γύρω του, γεμάτο δέντρα και λαχανικά. Και μέσα
το σπιτάκι είχε απ' όλα, κρεβάτια και ρούχα και κιλίμια στο πάτωμα και κουζίνα
μ' όλα της τα καλά κι ό,τι άλλο χρειαζόταν στο νοικοκυριό τους. Η ξένη όμως δεν
ήταν πουθενά.

νεράιδα
ήταν και μας λυπήθηκε. Κρίμα που έφυγε τόσο ξαφνικά.

Ο πατέρας πήρε
το σακουλάκι και το άνοιξε κι είδε πως ήταν γεμάτο φλουριά! Κι έζησαν αυτοί
καλά κι εμείς καλύτερα.
«50 Νέα
παραμύθια» Πιπίνας Τσιμικάλη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου