Τα τραγούδια των ανθρώπων
Τα τραγούδια των ανθρώπων
είναι πιο όμορφα από τους ίδιους
πιο βαριά από ελπίδα
πιο λυπημένα
πιο διαρκή.
Πιότερο απ'τους ανθρώπους
τα τραγούδια τους αγάπησα.
Χωρίς ανθρώπους μπόρεσα να ζήσω,
όμως ποτέ χωρίς τραγούδια
μου 'τυχε να απιστήσω κάποτε
στην πολυαγαπημένη μου,
όμως ποτέ μου στο τραγούδι
που τραγούδησα για αυτήν
ούτε ποτέ και τα τραγούδια
μ' απατήσανε.
Όποια κι αν είναι η γλώσσα τους
πάντοτε τα τραγούδια τα κατάλαβα.
Σ' αυτόν τον κόσμο τίποτα
απ' όσα μπόρεσα να πιω
και να γευτώ
απ' όσες χώρες γνώρισα
απ' όσα μπόρεσα να αγγίξω
και να νιώσω
τίποτα, τίποτα
δε μ' έκανε έτσι ευτυχισμένον
όσο τα τραγούδια..
Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Θα γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο
Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα
Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε στο `χω πει ακόμα.
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε στο `χω πει ακόμα.
μτφρ. Γιάννης Ρίτσος
Αν με τη μεσολάβηση
Αν με τη μεσολάβηση
Του καινούριου του παραγγελιοδόχου
Η πολιτεία μου η Ινσταμπούλ
Μού’στελνε ένα κουτί
Από κυπαροσόξυλο
Κουτί νυφιάτικο
Κι αν τ’άνοιγα έτσι
Κάνοντας να κουδουνίζει
το μικρό καμπανάκι της κλειδαριάς
Να δυο τόπια υφάσματα
Δυο ζευγάρια πουκάμισα
Άσπρα μαντήλια κεντημένα
Με κλωστή ασημένια
Άνθη λεβάντας
Μέσα σε μικρά τούλινα σακουλάκια
Κι εσύ
Αν έβγαινες κι εσύ μέσα από εκεί
Θα σ’ έβαζα να κάτσεις
Άκρη άκρη στο κρεβάτι μου
Θα’βαζα κάτου απ’τα πόδια σου
Το λυκίσιο μου το δέρμα
Και θα’μενα μπροστά σου
Με τα χέρια μου δεμένα
Και σκυμμένο το κεφάλι
Θα σε κοιτούσα τότες τι χαρά
Θα σε κοιτούσα μαγεμένος
Πόσο όμορφη είσαι Θεέ μου
Αχ πόσο όμορφη
Ο αγέρας και το νερό της Ινσταμπούλ
Μες στο χαμόγελό σου
Όλη η ηδονή της πολιτείας μου
Μες στο βλέμμα σου
Ω Σουλτάνα μου ω αφέντρα μου
Κι αν μ’άφηνες
Κι αν ο Ναζίμ Χικμέτ ο σκλάβος σου τολμούσε
Θα’ταν σάμπως ν’ανάσαινε και να φιλούσε
Όλη την Ινσταμπούλ στο μάγουλό σου
Όμως φυλάξου φυλάξου
Έλα σιμά μου
Μου φαίνεται πως αν το χέρι σου
Άγγιξε το χέρι μου
Θα σωριαζόμουνα νεκρός
Στο τσιμεντένιο πάτωμα
Του καινούριου του παραγγελιοδόχου
Η πολιτεία μου η Ινσταμπούλ
Μού’στελνε ένα κουτί
Από κυπαροσόξυλο
Κουτί νυφιάτικο
Κι αν τ’άνοιγα έτσι
Κάνοντας να κουδουνίζει
το μικρό καμπανάκι της κλειδαριάς
Να δυο τόπια υφάσματα
Δυο ζευγάρια πουκάμισα
Άσπρα μαντήλια κεντημένα
Με κλωστή ασημένια
Άνθη λεβάντας
Μέσα σε μικρά τούλινα σακουλάκια
Κι εσύ
Αν έβγαινες κι εσύ μέσα από εκεί
Θα σ’ έβαζα να κάτσεις
Άκρη άκρη στο κρεβάτι μου
Θα’βαζα κάτου απ’τα πόδια σου
Το λυκίσιο μου το δέρμα
Και θα’μενα μπροστά σου
Με τα χέρια μου δεμένα
Και σκυμμένο το κεφάλι
Θα σε κοιτούσα τότες τι χαρά
Θα σε κοιτούσα μαγεμένος
Πόσο όμορφη είσαι Θεέ μου
Αχ πόσο όμορφη
Ο αγέρας και το νερό της Ινσταμπούλ
Μες στο χαμόγελό σου
Όλη η ηδονή της πολιτείας μου
Μες στο βλέμμα σου
Ω Σουλτάνα μου ω αφέντρα μου
Κι αν μ’άφηνες
Κι αν ο Ναζίμ Χικμέτ ο σκλάβος σου τολμούσε
Θα’ταν σάμπως ν’ανάσαινε και να φιλούσε
Όλη την Ινσταμπούλ στο μάγουλό σου
Όμως φυλάξου φυλάξου
Έλα σιμά μου
Μου φαίνεται πως αν το χέρι σου
Άγγιξε το χέρι μου
Θα σωριαζόμουνα νεκρός
Στο τσιμεντένιο πάτωμα
μτφρ. Γιάννης Ρίτσος
Μονάκριβή μου
Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο
μου λες στο τελευταίο σου γράμμα
«Πάει να σπάει το κεφάλι μου,
σβήνει η καρδιά μου.
Αν σε κρεμάσουν, αν σε χάσω θα πεθάνω».
Θα ζήσεις καλή μου, θα ζήσεις.
Η ανάμνησή μου μαύρος καπνός
θα διαλυθεί στον άνεμο.
Θα ζήσεις αδερφή
με τα κόκκινα μαλλιά της καρδιάς μου.
Οι πεθαμένοι δεν απασχολούν πιότερο από ένα χρόνο
τους ανθρώπους του εικοστού αιώνα.
Ο θάνατος ένας νεκρός που τραμπαλίζεται
στην άκρη ενός σχοινιού.
Σε τούτο εδώ το θάνατο
δεν αντέχει η καρδιά μου.
Μα να `σαι σίγουρη πολυαγαπημένη μου
αν το μαύρο και μαλλιαρό
το χέρι κάποιου φουκαρά ατσίγγανου
περάσει στο λαιμό μου τη θηλιά,
άδικα θα κοιτάνε μες στα γαλάζια μάτια
του Ναζίμ να δουν το φόβο.
Στο σούρπωμα του στερνού μου πρωινού
θα δω τους φίλους μου κι εσένα.
Και δε θα πάρω μαζί μου
κάτω απ’ το χώμα
παρά μόνο την πίκρα
ενός ατέλειωτου τραγουδιού.
Μέλισσά μου με τη χρυσή καρδιά,
με τα μάτια πιο γλυκά απ’ το μέλι
τι κάθισα και σου `γραψα
πώς ζήτησαν το θάνατό μου.
Η δίκη μόλις άρχισε
δε κόβουν δα και στα καλά καθούμενα
έτσι το κεφάλι ενός ανθρώπου
σαν να `τανε γογγύλι.
Έλα, έλα μη μου σκας
όλα αυτά `ναι μακρινά ενδεχόμενα.
Έλα και μη ξεχνάς
πως η γυναίκα ενός φυλακισμένου
δεν κάνει να `χει μαύρες έγνοιες.
μτφρ. Γιάννης Ρίτσος
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου