Breaking News
recent

ΤΟ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟ ΣΥΝΝΕΦΟ. Ναζίμ Χικμέτ




Ο ντερβίσης κάθισε κάτω από το κυπαρίσσι. Τράβηξε α­πό τη ζώνη του τη φλογέρα και τη φύσηξε μια. Από τις τρύπες της φλογέρας πεταχτήκανε στον αέρα δέντρα, λες κι ήτανε κρυμμένα μέσα της. Όσο φυσούσε ο ντερβίσης τόσο και πιο πολλά δέντρα πετάγονταν. Κι όχι μόνο δέν­τρα, αλλά και βουνά και ποτάμια και δρόμοι, που πήγα­νε και πέσανε στην άλλη άκρη του κόσμου, πάνω σε μια έρημο. Κι εκεί, σε κείνη την έρημο, τα δέντρα και τα βουνά ψηλώσανε, τα ποτάμια τρέξανε, οι δρόμοι απλωθήκανε. Τούτο τον τόπο τον είπανε Χώρα της Φλογέρας.


Ο ντερβίσης πήρε μια ανάσα κι ύστερα φύσηξε πάλι τη φλογέρα. Από τις τρύπες της πετάχτηκε τώρα ένας άν­θρωπος με μαύρα γένια, καμπουρωτή μύτη και γουρλωτά μάτια· έκανε δυο τούμπες στον αέρα κι έπεσε δίπλα στον ντερβίση. Τ' όνομά του ήτανε Σεϊφί, καρα-Σεϊφί. Ο Σεϊφί κοίταξε μια ενα γύρω, ύστερα έχωσε το χέρι του στην τσέπη του ντερβίση, του άρπαξε το κομπόδεμα κι άρχισε να τρέχει. Ο ντερβίσης όμως δεν χάνει καιρό, αρπάζει μια πέτρα από κάτω και του την πετάει. Η πέτρα χτύπη­σε τον Σεϊφί πολύ δυνατά, τόσο που ο ίδιος του πήδηξε σαν μπάλα στον αέρα. Πήδηξε, πήδηξε κι ύστερα πέταξε και πήγε στην άλλη άκρη του κόσμου, στη Χώρα της Φλογέρας. Έπεσε πάνω σ' ένα βουνό στην πραγματικό­τητα κάθισε πάνω στην ασημένια σέλα ενός αλόγου που στεκόταν πάνω στο βουνό. 
Σαν καλοκάθισε, έριξε μια ματιά τριγύρω. Από το βουνό είδε να κατεβαίνουνε πρό­βατα στην κοιλάδα. Αυτά τα πρόβατα ήτανε δικά του. Κάτω στο λιβάδι έβοσκαν άλογα με μαύρες και κόκκινες χαίτες. Δικά του ήταν κι αυτά. Πιο κάτω στο δρόμο είδε γκαμήλες πολλές να κουβαλάνε καφέ, μεταξωτά υφάσμα­τα και φίλντισι. Αυτά όλα ήτανε δικά του. Κάτω στην κοιλάδα απλώνονταν απέραντες φυτείες με στάρι, μπα­μπάκι, καλαμπόκι. Αυτά όλα ήτανε δικά του. Κοντολο­γίς, ο καρα-Σεϊφί ήταν ο πιο πλούσιος άνθρωπος αυτής της χώρας, που την είπαμε η Χώρα της Φλογέρας.

Έτσι καθότανε και κοίταζε ενα γύρω ο καρα-Σεϊφί κατάκορφα στο βουνό πάνω στ' άλογό του. Τα μάτια του γυάλιζαν από πλεονεξία και τα σκληρά γένια του παίζα­νε. Ας τον αφήσουμε όμως εδώ τον Σεϊφί και ας δούμε εκεί, στην άλλη άκρη του κόσμου, τί έκανε ο ντερβίσης. Έπαιζε ακόμα τη φλογέρα του. Ένα κορίτσι βγήκε τώρα από τις τρύπες της. Κάνει δυο τούμπες στον αέρα και στέκεται σιμά του. Είναι το πιο όμορφο του κόσμου. Μαλλιά μακριά ίσα με τον αστράγαλο της, το πρόσωπο της σαν φεγγάρι, τα μάτια της γαλανά και τα ματόκλαδά της μεγάλα και γυριστά. Κι ήτανε δεν ήτανε δεκαπέντε χρονών. Και τ' όνομά της Αϊσέ. Φιλάει το χέρι του ντερ­βίση η Αϊσέ και του λέει:

-     Στις διαταγές σου, πατέρα ντερβίση. Έχεις καμιά δουλειά να σου κάνω; Αν πεινάς, να σου φτιάσω τραχα­νά. Αν νυστάζεις, να σου στρώσω να κοιμηθείς.

-     Να ζήσεις, Αϊσέ κορίτσι μου. της λέει χαμογελαστά ο ντερβίσης και τη χτυπάει στον ώμο. Ούτε πεινάω ούτε νυστάζω.

Κι η Αϊσέ, μια και δεν ήθελε τίποτα ο ντερβίσης, ση­κώνεται ψηλά στον αέρα και πετάει. Στην άλλη άκρη του κόσμου, όπως ξέρουμε, είναι η Χώρα της Φλογέρας. Για κει πέταξε κι η Αϊσέ και κάθισε στο κλαδί μιας λουλου­διασμένης μηλιάς. Τώρα, τα λουλούδια της μηλιάς ήταν πιο όμορφα; η Αϊσέ ήταν πιο όμορφη; Αν ρωτάτε εμένα να σας πω... η Αϊσέ ήταν πιο όμορφη κι από λουλούδι.

Καλοκάθισε έτσι πάνω στα κλαδιά της μηλιάς η Αϊσέ και κοίταξε ενα γύρω. Η μηλιά φύτρωνε μέσα σ' έναν κή­πο, που ήτανε της Αϊσέ  πια. Γύρω της τριαντάφυλλα α­νοιγμένα, κόκκινα, κίτρινα, άσπρα, κοκκινωπά, κατακόκ­κινα τριαντάφυλλα, ό,τι χρώμα ήθελες. Αμ οι ανθισμένοι κρίνοι; τα γαρίφαλα; Πήρε κι η Αϊσέ ένα ποτιστήρι κι άρχισε το πότισμα. Και κει που πότιζε... νά σου στο φράχτη του κήπου ο καρα-Σεϊφί με τ' άλογο. Δεν ξεπεζεύει, μόνο φωνάζει του κοριτσιού: Αϊσέ! ε Αϊσέ!

Αφήνει κάτω το ποτιστήρι η Αϊσέ και ρωτάει:

-     Πάλι ήρθατε;

Τότε ο καρα-Σεϊφί σκληραίνει τη φωνή του και της λέει:

-     Πάλι ήρθα και θά 'ρχομαι και θα ξανάρχομαι ώσπου να σε καταφέρω να μου πουλήσεις τον ρημάδι τον κήπο σου.

Κι η Αϊσέ, με φωνή πιο γλυκιά κι από πουλιού, του απαντάει:

-     Εγώ δεν πουλάω τον κήπο μου. Ούτε σε σας ούτε σε κανέναν άλλον. Πόσες φορές θα σας το πω;

Θύμωσε ο καρα-Σεϊφί:

-     Σ' αυτήν τη χώρα, έξω απ' αυτόν τον κήπο, όλα τ' άλλα μου ανήκουν. Αυτός ο αναθεματισμένος κήπος σαν αγκάθι στέκεται στη μέση. Όπως και νά 'χει όμως το πράμα θα τον σκάψω σύρριζα.

Μα προτού τελειώσει τον λόγο του χλιμιντράει τ' άλο­γο του και τον ρίχνει κάτω. Τώρα θα ρωτήσετε, πώς έγινε αυτό. Να σας εξηγήσω. Καθώς ο καρα-Σεϊφί μιλούσε με την Αϊσέ, ένας λαγός που περνούσε από κει δάγκωσε το αριστερό πόδι του αλόγου. Το ζώο πόνεσε, χλιμίντρισε και πάρ' τον κάτω τον καρα-Σεϊφί. Στο μεταξύ έγινε και κάτι ακόμα που πρέπει να σας πω. Σαν έπεσε ο καρα- Σεϊφί και φώναξε, κι ο λαγός τό 'βαζε στα πόδια από τον φόβο του, ένα άσπρο περιστέρι πέταξε από τον κήπο της Αϊσέ. Στάθηκε πάνω από το κεφάλι του καρα-Σεϊφί, ση­μάδεψε καλά και τον κουτσούλησε ανάμεσα στα φρύδια. Ο καρα-Σεϊφί νευρίασε τόσο πολύ που ξέχασε τον πόνο του και πετάχτηκε ορθός. Αρπάζει το τόξο του και σημα­δεύει το περιστέρι. Σαν τον βλέπει η Αϊσέ βάζει τις φω­νές κι έτσι το περιστέρι πέταξε μακριά. Ο καρα-Σεϊφί δεν χάνει καιρό, ανεβαίνει στ' άλογο και τρακ τρακ τα τρακ τρακ κυνηγάει το περιστέρι.

Ας αφήσουμε όμως τον καρα-Σεϊφί να κυνηγάει το πουλί κι ας γυρίσουμε πίσω στον ντερβίση, που ακουμπι­σμένος στο κυπαρίσσι έπαιζε ακόμα,τη φλογέρα του. Τώ­ρα, από μια τρύπα ξεπετάχτηκε ένα σύννεφο. Φύσαγε ο ντερβίσης; Όσο φύσαγε ο ντερβίσης το σύννεφο ανέβαι­νε σιγά σιγά κι άρχιζε να παίρνει δρόμο στον αέρα' αργά αργά, ώσπου έφτασε στη Χώρα της Φλογέρας. Πέταγε, πέταγε πάνω από τη Χώρα της Φλογέρας, όταν σε μια στιγμή βλέπει σ' ένα χωράφι ανάμεσα στα χαμόκλαδα έ­να λαγό να καθαρίζεται. Ο λαγός ήταν εκείνος που δά­γκωσε το πόδι του αλόγου του καρα-Σεϊφί. Σηκώνει τα μάτια του και βλέπει κι αυτός το σύννεφο που γέλαγε, διασκεδάζοντας με τον τρόπο που καθάριζε τα μουστά­κια του ο λαγός. Ο λαγός δεν ήξερε βέβαια γιατί γελούσε το σύννεφο, έβλεπε όμως για πρώτη φορά σύννεφο να γελάει και τα 'χασε λίγο· αλλά σαν να τ' άρεσε κιόλας.

Για να μη λέμε και πολλά όμως, ενώ το σύννεφο και ο λαγός έπιαναν γνωριμία, ο καρα-Σεϊφί έψαχνε το περι­στέρι. Κάπου το είδε- κείνη τη στιγμή όμως βρέθηκε το σύννεφο πάνω από το περιστέρι. Βλέποντας τον καρα- Σεϊφί να σημαδεύει με το τόξο του το πουλί, έπεσε πάνω του και τον κουκούλωσε. Ο καρα-Σεϊφί μέσα στο σύννε­φο δεν ήξερε τί να κάνει· δεν έβλεπε καθόλου κι άρχισε να φταρνίζεται. Ε, στέκεται άλλο το περιστέρι; Σηκώθη­κε κι έφυγε.

Το σύννεφο χάρηκε που γλίτωσε το περιστέρι. Παρά­τησε τον καρα-Σεϊφί, πήρε ύψος και συνέχισε τον δρόμο του. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε ώσπου έφτασε πάνω από τον κήπο της Αϊσέ. Ξαπλωμένη αυτή ανάμεσα στους κρί­νους χάζευε τον ουρανό. Τα ξανθά της μαλλιά λαμποκο­πούσα ν ε κάτω από τις αχτίνες του ήλιου και τα γαλανά της μάτια αστράφτανε στο φως. Στα δεξιά της ο λαγός και στ' αριστερά της το άσπρο περιστέρι. Έπαιζε και με τα δυο. Τότε ήτανε που βρέθηκε το σύννεφο ακριβώς πάνω από τον κήπο. Και νά! Πέφτει σκια πάνω από τον κήπο κι ύστερα πάλι ο ήλιος. Κι αμέσως πάλι σκιά, σαν νά 'ρθε από την αντίθετη μεριά. Δηλαδή, όπως καταλα­βαίνετε, το σύννεφο πέρασε από τα δεξιά στ' αριστερά του κήπου, ύστερα γύρισε πίσω, κοίταξε, κι όταν είδε την Αϊσέ ξαναγύρισε. Είδε κι η Αϊσέ το σύννεφο, κι ο λαγός και το περιστέρι. Το περιστέρι μάλιστα αναγνώρισε το σύννεφο, που το είχε σώσει, και κούνησε τα φτερά του. Το σύννεφο όμως δεν έβλεπε τίποτα. Γιατί, είτε άνθρω­πος είσαι είτε σύννεφο, σαν δεις την Αϊσέ, δεν βλέπεις τίποτα πια. Αναστενάζει λοιπόν το σύννεφο: οφ, αχ. Κι η Αϊσέ, με τις άκρες των δαχτύλων της, του στέλνει ένα φιλί. Φτάνει το φιλί στο σύννεφο  τα χάνει. Γρήγορα ό­μως συνέρχεται, μόνο που πια παίρνει το σχήμα ενός πε­λώριου τριαντάφυλλου. Ο ουρανός, από τότε που έγινε ουρανός, δεν είχε δει τόσο μεγάλο άσπρο τριαντάφυλλο. Η Αϊσέ το χαζεύει και κείνο σαλεύει, απλώνεται, μαζεύε­ται και παίρνει το σχήμα της καρδιάς. Γίνεται πάλι σύν­νεφο. Και για να μην τα πολυλογούμε, από κείνη τη μέρα κι ύστερα, το σύννεφο δεν αποχωρίστηκε την Αϊσέ. Ό­που πήγαινε η Αϊσέ, εκεί και το σύννεφο. 





Η Αϊσέ στον κήπο με το περιστέρι στον ώμο της και τον λαγό σιμά της; αποπάνω της και το σύννεφο! Όταν το κορίτσι σκουπί­ζει τον ιδρώτα του και πάει να βάλει το χέρι πάνω από τα φρύδια του, να προφυλαχτεί από τον ήλιο, νά σου και το σύννεφο τρέχει μπροστά από τον ήλιο, τον σκεπάζει και συννεφιάζει ο κήπος. Ξεκουράζεται η Αϊσέ, μα αν πει από μέσα της «ωραία να ξεκουράζεσαι στη σκιά, έλα όμως που χρειάζεται και ο ήλιος για τα λουλούδια», νά σου το σύννεφο παίρνει το σχήμα κινέζικης ομπρέλας, έτσι που όλος ο κήπος είναι μες στον ήλιο και μόνο η Αϊσέ στη σκιά.

Κάποιο βράδυ η Αϊσέ καθότανε στην άκρη της στέρνας του κήπου. Στον αριστερό της ώμο είχε το περιστέρι και στα πόδια της πάνω κοιμότανε ο λαγός. Αποπάνω της τ' αστέρια, το φεγγάρι σε σχήμα δρεπανιού, και το σύννεφο σε μια γωνιά ανάμεσα στ" άλλα. Η Αϊσέ τα χάζευε μέσα στα νερά της στέρνας που ήταν καθαρά σαν καθρέφτης. Αλλά, τ' άστρα και το φεγγάρι καθρεφτίζονταν θαμπά. Η Αϊσέ σηκώνει τα μάτια της στον ουρανό και τί να δει; Τ' άστρα και το φεγγάρι ήταν και κει θαμπά. «Γιατί;» αναρωτήθηκε η Αϊσέ· «τί πάθανε; γιατί δεν λάμπουν;». Μα, όπως πάντα, το σύννεφο κατάλαβε τη σκέψη της κι από τη γωνία που στεκότανε της απαντάει:

- Σκονιστήκανε λιγάκι. Νά! τώρα θα τα καθαρίσω και θα τα γυαλίσω.

Και μόλις τέλειωσε τον λόγο του πήρε το σχήμα ξεσκο- νόπανου. Έπεσε στη στέρνα, βράχηκε κι ύστερα ανέβηκε πάλι στον ουρανό. Κι αρχίζοντας από το φεγγάρι τέλειωσε τη δουλειά του στ' άστρα. Τα ξεσκόνισε και τα γυάλισε τόσο που ως τα σήμερα δεν τά 'δε κανείς τόσο λαμπερά. Η Αϊσέ ευχαριστήθηκε πολύ:

- Να ζήσεις, συννεφάκι μου, του λέει- σ' αγαπώ πάρα πολύ, και μπαίνει μέσα στο σπίτι. Νύσταζε πια. 

Τότε το σύννεφο κατέβηκε από τον ουρανό και στάθηκε στο κα­τώφλι της πόρτας της. Κι ενώ η Αϊσέ έπεφτε στο κρεβάτι, το σύννεφο έγινε σάζι κι άρχισε να τη νανουρίζει:


"Κοιμήσου, ομορφιά τον κόσμου, κοιμήσου Σου 'φερα από τους κήπους τον ύπνο. Στα μάτια σου τα φύλλα είναι πράσινα. Κοιμήσου, ομορφιά του κόσμου, κοιμήσου. Κοιμήσου γλυκά γλυκά. Νάνι.
Κοιμήσου, ομορφιά τον κόσμου, κοιμήσου Από τ' άστρα σού 'φερα τον ύπνο. Από σκούρο γαλάζιο βελούδο Κοιμήσου, ομορφιά του κόσμου, κοιμήσου Κι η καρδιά μου σιμά στο προσκεφάλι σου. Νάνι"


Και ενώ το σύννεφο τραγουδούσε στην Αϊσέ όπως όλα τα βράδια, μπήκε στον κήπο ο καρα-Σεϊφί πατώντας στις μύτες των ποδιών του. Κρατούσε στο χέρι του ένα πελώ­ριο μαχαίρι κι έριχνε ματιές ενα γύρω έτσι κοιτάνε οι άνθρωποι που θέλουν να κάνουνε κακό. Ύστερα άρχισε να κόβει ένα ένα τα λουλούδια του κήπου. Τα λουλού­δια, όλα, καθώς έπεφταν στο μαύρο χώμα, τα τριαντά­φυλλα, οι κρίνοι, τα γαρίφαλα, έβγαζαν ένα αχ, τόσο απαλό, μα τόσο απαλό, σαν λουλούδια που ήταν, που δεν το άκουγε κανένας.


Για να μην τα πολυλογούμε, ο καρα-Σεϊφί κάποια στιγμή έφτασε στο λαιμό ενός γαϊδουράγκαθου. Τότε ε­κείνο άρχισε να παρακαλάει:

-     Μη με σκοτώνεις, μπορεί να σου φανώ χρήσιμο κα­μιά μέρα.

Κι ο καρα-Σεϊφί, όχι επειδή το λυπήθηκε, αλλά επειδή σκέφτηκε πως πραγματικά μπορούσε να του φανεί χρήσι­μο, δεν το έκοψε. Στο μεταξύ η Αϊσέ με το νανούρισμα του σύννεφου είχε αποκοιμηθεί' το σύννεφο πήρε τότε το παλιό του σχήμα κι ανέβηκε στον ουρανό. Από κει έριξε μια ματιά γύρω του και αποκάτω του· όλα ήταν ήσυχα κι όλοι κοιμούνταν. Είχε πια νυστάξει και το ίδιο, αλλά έριξε και μια ματιά ακόμα στον κήπο. 

Βλέπει τον καρα- Σεϊφί να κόβει τα λουλούδια. Ανέβηκε το αίμα στο κεφά­λι του, «τον άθλιο» φώναξε, κι αμέσως πήρε το σχήμα χεριού και κόλλησε στο χερούλι του φεγγαριού, πού 'χε το σχήμα του δρεπανιού. Κατεβαίνει στον κήπο κι αρχί­ζει να χτυπάει τον καρα-Σεϊφί στα πισινά. Τά 'χασε ο καρα-Σεϊφί. Και σεις νά 'σασταν, έτσι θα κάνατε. Ο κα­ρα-Σεϊφί όμως δεν το βάζει κάτω· γυρίζει με το μαχαίρι του να τα βγάλει πέρα. Τότε το σύννεφο αφήνει το χε­ρούλι του φεγγαριού και γυρίζει πίσω στον ουρανό. Κι όσο ο καρα-Σεϊφί ήταν πιασμένος με το φεγγάρι, το σύν­νεφο έκοψε όλα τ' άστρα από τον ουρανό και τα πέταξε στο κεφάλι του. Ο καρα-Σεϊφί τά "χασε τώρα πιο πολύ. Δεν μπορούσε πια να τα βγάλει πέρα. Και σαν σκυλί που του δέσανε τενεκέ στην ουρά έφυγε τρέχοντας από τον κήπο.

Το άλλο πρωί η Αϊσέ, καθώς σκάλιζε τον κήπο και είδε το γαϊδουράγκαθο:

-     Μη θυμώσεις, του λέει, αλλά δεν έχεις θέση στον κήπο μου. Καλύτερα φύγε με το καλό, μη σε ξεριζώσω

και σε πετάξω έξω. Και το γαϊδουράγκαθο αποκρίθηκε:

-     Με τη θέλησή μου δεν πάω πουθενά. Αν είναι στο χέρι σου, πέταξέ με.

Η Αϊσέ δεν έδειξε να θυμώνει μ' αυτή την απάντηση, μόνο που με το σκαλιστήρι της τον 'σκάψε τη ρίζα, το ξερίζωσε και το πέταξε έξω από τον κήπο. Μόλις βρέθη­κε έξω το γαϊδουράγκαθο έγινε φίδι κι άρχισε να σέρνε­ται στον σκονισμένο δρόμο. Κάποτε πέρασε η ώρα, κι έγινε βραδάκι. Τριγύρω σκοτάδι. Ο καρα-Σεϊφί, πάνω στο άλογο, ήρθε και στάθηκε μπροστά από την πόρτα της Αϊσέ κι άρχισε να της μιλάει.

-     Αϊσέ, της λέει, είμαι ο πιο πλούσιος άνθρωπος του κόσμου. Δεν με παντρεύεσαι;

Κι η Αϊσέ του απαντάει:

-     Εσύ δεν θες εμένα. Τον κήπο μου θες. Καλύτερα να γίνω πέτρα παρά να παντρευτώ εσένα.

Ο καρα-Σεϊφί θύμωσε πολύ μ' αυτά που του απάντησε κι ετοιμάστηκε να πηδήξει μέσα στον κήπο. Το σύννεφο όμως, που τά 'βλεπε όλ' αυτά, έγινε ένα φοβερό φάντα­σμα και χύμηξε πάνω στον καρα-Σεϊφί. Εκείνος φοβήθη­κε τόσο πολύ που κόντεψε να καταπιεί τη γλώσσα του και, δίχως να χάσει καιρό, σπιρούνιασε τ' άλογο κι όπου φύγει φύγει. Το φάντασμα-σύννεφο κυνήγησε τον καρα- Σεϊφί ώς την άλλη όχθη του ποταμού κι ύστερα γύρισε στον κήπο σαν μαλλιαρό σκυλί και ξάπλωσε στα πόδια της Αϊσέ.

-     Να ζήσεις, αγαπημένο μου συννεφάκι, του λέει η Αϊ­σέ και το χαϊδεύει.

Ας αφήσουμε όμως τώρα την Αϊσέ με το σύννεφο κι ας δούμε τί έκανε ο καρα-Σεϊφί. Στην άλλη όχθη λοιπόν του ποταμού που σταμάτησε βλέπει το γαϊδουράγκαθο.

-    Γεια σου, Σεϊφί-αγά, του λέει εκείνο. Η Αϊσέ μας έδιωξε και χους δυο. Πάρε με λοιπόν στη σέλα σου και τράβα όπου σου πω.

Ο καρα-Σεϊφί πήρε πίσω του το γαϊδουράγκαθο και τράβηξε τον δρόμο που του 'πε εκείνο. Δρόμο πήραν, δρόμο άφησαν, και σε κάποια στιγμή το γαϊδουράγκαθο διατάζει τον καρα-Σεϊφί ν' αγοράσει ένα τσουβάλι κι ένα σταμνί. Τα παίρνει εκείνος και κρεμάει στα δεξιά τ' αλό­γου το σταμνί και στα ζερβά του το τσουβάλι. Περπάτη­σαν, περπάτησαν, πέρασαν δάση, ερημιές· το άλογο του καρα-Σεϊφί από τους δρόμους πού 'κανε αδυνάτισε τόσο πολύ που έγινε σαν κλωστή. Στις δεκαπέντε μέρες πέρα­σαν μια πεδιάδα. Στις τριάντα φτάνουν σ' ένα άπλωμα που κι οι τέσσερεις πλευρές του είχαν κλειστεί με βρά­χους. Ο ήλιος έκαιγε σαν κόλαση. Το χώμα είχε σκάσει. Ο καρα-Σεϊφί κοιτάει γύρω τον δεν υπήρχε πουθενά ού­τε μια σπιθαμή σκιά. Στις τριάντα πέντε μέρες δεν υπήρ­χε ούτε χώμα ούτε πέτρα. Στην απέραντη αμμουδιά το άλογο δεν μπορούσε να κάνει ούτε ένα βήμα. Στις σαρά­ντα μέρες λέει το γαϊδουράγκαθο:

-     Φτάσαμε. Εδώ είναι η Χώρα Δίχιος Νερό. Γέμισε το τσουβάλι με άμμο.

Ο καρα-Σεϊφί κατέβηκε από το άλογο, πού 'χε μείνει πετσί και κόκαλο, γέμισε το τσουβάλι με άμμο, ύστερα το φόρτωσε στο άλογο κι ανέβηκε κι ο ίδιος. Το άλογο άρχι­σε να μιλάει:

-     Λυπήσου με, Σεϊφί-αγά, του λέει. Δεν μπορώ να πά­ρω τα πόδια μου, πώς να κουβαλήσω κι αυτό το τσουβά­λι; Ο καρα-Σεϊφί αντί να το λυπηθεί άρχισε να το μαστι­γώνει. Το καημένο το άλογο περπατούσε κουτσαίνοντας τώρα. Το γαϊδουράγκαθο όμως διατάζει πάλι:

-     Εμπρός για τη Χώρα των Ανέμων τώρα! Κάνανε κά­μποσο δρόμο, ώσπου ξαφνικά τους έπιασε δυνατός αέ­ρας. Βήμα δεν μπορούσες να κάνεις. Και νά! Δέντρα· οι ρίζες τους εφτά σειρές κάτω απ' το χώμα, οι κορφές τους ώς τον έβδομο ουρανό, μια σκάβανε στο χώμα ώς κάτω και μια στυλώνονταν. Ο καρα-Σεϊφί λέει στο γαϊδουρά­γκαθο:

-     Δεν πάει άλλο. Ούτε τ' άλογο ούτε κι εγώ αντέχουμε πια. Αλλά το γαϊδουράγκαθο:

-     Δεν γίνεται να σταματήσουμε, του λέει. Σύρε τ' άλο­γο.

Κι ο καρα-Σεϊφί, βουρδουλιά τη βουρδουλιά στ' άλογο πού 'φτύνε αίμα, κατάφερε να κάνουν άλλες τρεις μέρες και τρεις νύχτες δρόμο. Ώσπου φτάσανε σε μια ακροθα­λασσιά. Στη θάλασσα τα κύματα κάναν αφρούς, το ένα πάνω στο άλλο ίσα μ' εφτά πύργους, κι ύστερα με ορμή πέφτανε στην ακροθαλασσιά. Το γαϊδουράγκαθο λέει στον καρα-Σεϊφί.

-     Φτάσαμε. Γέμισε τώρα το σταμνί με αέρα.

Κρατάει ο καρα-Σεϊφί το σταμνί μπροστά από κει που

φύσαγε, το γεμίζει αέρα και κλείνει το στόμα του μ' ένα κομμάτι δέρμα που τό 'δεσε με το ίδιο το γαϊδουράγκα­θο. Φόρτωσε και το γεμάτο σταμνί στο άλογο και πήρανε τον δρόμο του γυρισμού. Ο άνεμος φυσούσε πίσω τους και τώρα τ' άλογο πήγαινε σα νά 'χε φτερά.

Ας γυρίσουμε όμως κι εμείς πάλι στην Αϊσέ. Βρισκό­ταν ακόμα στο κρεβάτι. Το άσπρο περιστέρι στο προσκε­φάλι της, ο λαγός στα πόδια της. Και το σύννεφο έξω στην πόρτα. Κοιμούνταν όλοι γλυκά γλυκά. Ο καρα-Σεϊ­φί όμως, που έκανε τώρα τρεις μέρες να γυρίσει μπροστά στις σαράντα τρεις που έκανε να πάει, βρέθηκε κείνο το βράδυ έξω από τον κήπο της Αϊσέ. Κατέβηκε από το ά­λογο, φορτώθηκε το τσουβάλι και μπήκε στον κήπο. Το αμμουδερό χώμα του τσουβαλιού το άδειασε γύρω από τις ρίζες των λουλουδιών σ' όλο τον κήπο κι ύστερα βγή­κε πάλι έξω. Σαν έφτασε το πρωί, η Αϊσέ κι όλα γύρω της ξυπνήσαν από αναστεναγμούς πού 'ρχονταν απ' τον κή­πο. Τρέχουν και τί να δούνε; Οι κρίνοι, τα τριαντάφυλ­λα, τα γαρίφαλα, τα δέντρα όλα και το νερό της στέρνας, τα πάντα ξεραίνονταν μ' αναστεναγμούς. Τα λουλούδια κιτρινίζανε, τα φύλλα στρίφτανε σα να τά 'χε πυρώσει φωτιά, το νερό χανότανε λες κι η στέρνα είχε τρύπα. Κι όλα μαζί μ' ένα στόμα παρακαλούσανε:

-  Γλίτωσέ μας, Αϊσέ, μαραινόμαστε και πεθαίνουμε, πεθαίνουμε, σώσε μας, Αϊσέ κόρη μας!

Η Αϊσέ τά 'χε χαμένα, δεν ήξερε τί να κάνει. Έτρεχε απ' τό 'να στο άλλο σαν τρελή· από το μαραμένο τρια­ντάφυλλο στον ξεραμένο κρίνο κι από κει στο κιτρινισμέ­νο γαρίφαλο και... άντε πάλι το ίδιο.

Ο καρα-Σεϊφί, έξω από τον κήπο, στην άκρη του δρό­μου, έτριβε τα γένια του από ικανοποίηση. Κι όταν πια δεν είχε μείνει όρθιο λουλούδι στον κήπο φωνάζει του κοριτσιού:

-     Πούλησέ μου τον κήπο, Αϊσέ. Δεν είναι πια κήπος, αλλά νεκροταφείο. Πούλησέ τον μου και γκρεμοτσακίσου, πήγαινε όπου θες!

Κι η Αϊσέ:

-     Δεν πάω πουθενά, του λέει. Ας θάψουνε και μένα μέσα δω, με τα λουλούδια μου μαζί.

Κι ενώ έτσι μιλούσανε οι δυο τους, το σύννεφο έβλεπε κι άκουγε, όπως πάντα, τί γινότανε στον κήπο της Αϊσέ.

Ήτανε τόσο πικραμένο που δεν είχε διάθεση ούτε ν' ανοίξει το στόμα του, ούτε το χέρι του να κουνήσει καν. Το περιστέρι όμως, που πέταξε κοντά του, του λέει:

-   Αδερφάκι σύννεφο, δεν βοηθάς την Αϊσέ, αδερφάκι σύννεφο;

Το σύννεφο άφησε να του ξεφύγει ένα αχ απ' την καρ­διά και λέει:

-     Τί περνάει από το χέρι μου; Πώς να βοηθήσω; Για την Αϊσέ και τη ζωή μου θα θυσίαζα.

Και το περιστέρι:

-     Θυσίασέ την τότε.

Και το σύννεφο:

-  Κοίταξε βρε, πώς δεν το σκέφτηκα; λέει, κι άρχισε αμέσως να θυσιάζεται για την Αϊσέ. Πώς; Έγινε βροχή κι έβρεχε! Ο καρα-Σεϊφί όμως εκνευρίστηκε τόσο πολύ με το σύννεφο και τα καμώματά του που άρχισε να του ρί­χνει βέλη με το τόξο του. Αλλά το γαϊδουράγκαθο του φωνάζει δεμένο καθώς είναι στο στόμα του σταμνιού:

-     Τί θα του κάνεις μωρέ του σύννεφου με τα βέλη; Λύσε με ν' ανοίξει το σταμνί!

Έτσι κι έκανε ο καρα-Σεϊφί. Ο αέρας βγήκε τότε με δύναμη και τράβηξε κατά τον ουρανό, καταπάνω στο σύννεφο, σφυρίζοντας. Η Αϊσέ φωνάζει από κάτω:

-     Φυλάξου, συννεφάκι μου.

Το σύννεφο παίρνει τότε το σχήμα της καρδιάς, μα ο τρελός αέρας χτυπάει με λύσσα την καρδιά-σύννεφο και την κάνει χίλια κομμάτια, χίλιες μικρές καρδιές. Κι ο καρα-Σεϊφί ουρλιάζει από κάτω:

-     Κομμάτιασέ το, αέρα, μη λογαριάζεις τον ουρανό!

Ο λαγός φωνάζει στο σύννεφο:

-     Άντεξε, αδερφάκι, άντεξε!

Κι οι χίλιες καρδιές πολεμώντας τον αέρα πασχίζουν να ενωθούν. Η Αϊσέ, ο λαγός, ο καρα-Σεϊφί, το άλογο, το γαϊδουράγκαθο, με σηκωμένα τα κεφάλια τους στον ουρανό, παρακολουθούνε μ' αγωνία μεγάλη την πάλη του σύννεφου με τον αέρα, φωνάζοντας ο καθένας στον δικό του, ενώ το περιστέρι έτρεχε και μάζευε τις μικρές καρδιές με το ράμφος του και τις έφερνε στο σύννεφο βοηθώντας τες να ενωθούν. Για να μην τα πολυλογούμε, στο τέλος μαζεύτηκαν όλες οι μικρές καρδιές κι έγιναν πάλι μια πελώρια καρδιά. Μόλις την είδε το γαϊδουρά­γκαθο λέει του καρα-Σεϊφί:

-     Στείλε με κει πάνω!

Έτσι κι έκανε ο καρα-Σεϊφί. Το γαϊδουράγκαθο πήγε τότε και τυλίχτηκε γύρω από την καρδιά-σύννεφο για να της πιει το αίμα, ενώ από την άλλη μεριά ο αέρας προ­σπαθούσε να την κομματιάσει. Τότε μπήκε και το άσπρο περιστέρι στον αγώνα- πήγε και κόλλησε πάνω στο γαϊ­δουράγκαθο και με το ράμφος του βάλθηκε να το κομμα­τιάσει. Το γαϊδουράγκαθο έπεσε στη γη μικρά κομματά­κια μπροστά στα μικρά πόδια του καρα-Σεϊφί. Ο τρελός αέρας σταμάτησε να φυσάει κι άρχισε να πέφτει κι αυ­τός. Ο καρα-Σεϊφί τρελάθηκε, αλλά η Αϊσέ με το λαγό πάνε ν' αποτρελαθούν απ' τη χαρά τους.

Σαν πέρασε ο κίνδυνος κι απ' τον τρελό αέρα, το σύν­νεφο πήρε το σχήμα του ματιού κι άρχισε να κλαίει.

-     Γιατί κλαις αδερφάκι σύννεφο; το ρωτάει το περι­στέρι. Λυπάσαι για σένα;

-     Δεν λυπάμαι για μένα, απαντάει το σύννεφο. Χαλά­λι η ζωή μου για την Αϊσέ. Μόνο κλαίω γιατί,πρέπει να την αποχωριστώ.

Κι άρχισε μια βροχή, λες και τ' άδειαζαν από ποτήρι. Τα λουλούδια στον κήπο σηκώνανε το κεφάλι τους, ανασάνανε, ξαναβρήκανε το χρώμα τους. Η Αϊσέ από τη μια σκούπιζε τα μάτια της και από την άλλη φώναζε:

-     Συννεφάκι μου, συννεφούλι μου, μην πεθάνεις, δεν θέλω, φτάνει, μην πεθάνεις!...

Ο καρα-Σεϊφί είχε γίνει μούσκεμα από τη βροχή. Τα δόντια του χτυπούσανε, και από τον θυμό του και απ' τη βροχή πού 'χε φτάσει ώς το κόκαλο του.

Εμείς όμως ας αφήσουμε το σύννεφο, την Αϊσέ, τον καρα-Σεϊφί κι ας δούμε πού πήγε το άσπρο περιστέρι. Το περιστέρι, λοιπόν, κυνήγησε τον αέρα που ντροπιασμέ­νος έφευγε όπως όπως. Τον πρόλαβε στην κορφή ενός οουνου:

-     Αδερφέ αέρα. λέει, ο καρα-Σεϊφί σε ρεζίλεψε, γιατί ξόδεψες τη δυναμή σου σε άδικη δουλειά. Γι' αυτό δεν μπόρεσες να τα βγάλεις πέρα με το σύννεφο. Δεν θα πάρεις εκδίκηση; δεν θα πληρώσει ο καρα-Σεϊφί;

Ο τρελός αέρας, μόλις άκουσε τα λόγια του περιστε­ριού, γύρισε πίσω σφυρίζοντας και σηκώνοντας κολόνες σκόνη. Όρμησε πάνω στον καρα-Σεϊφί, τον πέταξε από τ' άλογο, τον ξανασήκωσε ψηλά, τον στριφογύρισε και τον ξαναπέταξε κάτω. Ο καρα-Σεϊφί τότε θέλησε να ανέβει στ' άλογό του. Κι εκείνο:

-     Γιατί να σε λυπηθώ εγώ τώρα; του λέει. Εσύ εμένα με λυπήθηκες;

Του 'δωσε και μια κλοτσιά και τον πέταξε πέρα. Ο τρελός αέρας τότε τον πήρε σαν φύλλο, τον κύλησε, τον έσουρε και τον πέταξε σ' ένα γκρεμό.

Εμείς όμως ας γυρίσουμε πάλι στον κήπο της Αϊσέ. Όλα τα λουλούδια λάμπανε, τα δέντρα μπουμπουκιάσανε. Η Αϊσέ στην άκρη της στέρνας, το περιστέρι στα ζερβά της, ο λαγός στα δεξιά της. Ο ουρανός καταγάλανος. Καταμεσήμερο. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Εκτός από την Αϊσέ. Το περιστέρι δεν άντεξε και ρωτάει:

-     Αϊσέ μου, γιατί αυτή η θλίψη;

Κι η Αϊσέ:

-    Το συννεφάκι μου μας γλίτωσε όλους μα εκείνο χά­θηκε, θυσιάστηκε για όλους εμάς. Αν δεν λυπηθώ εγώ ποιός θα λυπηθεί; είπε και αναστέναξε.

Τα δάκρυά της πέσανε μαργαριτάρια μες στη στέρνα. Της λέει κι ο λαγός:

- Μην πικραίνεσαι άδικα, Αϊσέ. Οι καλοί άνθρωποι, w καλά ζώα, τα καλά σύννεφα δεν χάνονται ποτέ. Ό­ποιος αγαπάει δεν πεθαίνει. Για δες λοιπόν, στη στέρνα!

Κοιτάζει και τί βλέπει η Αϊσέ; Από τη στέρνα, πού 'χε γεμίσει με βρόχινο νερό, ανυψωνόταν ένας γαλάζιος κύ­κνος κάτω από τις ακτίνες του ήλιου. Κι ύστερα από λί­γο, στο γαλάζιο τ' ουρανού, παίρνοντας το παλιό του σχήμα, φάνηκε το σύννεφο. Κοίταξε από πάνω την Αϊσέ, τον κήπο. Έγινε ένα μεγάλο στόμα, άνοιξε, και χαμογέ­λασε. Έτσι, στη Χώρα της Φλογέρας οι καλοί βρήκαν καλό κι οι κακοί τιμωρήθηκαν.

Κι εδώ τελειώνει το παραμύθι που μας είπε ο ντερβί­σης με τη φλογέρα του. Σηκώνεται, βάζει τη φλογέρα κάτω απ' τη μασχάλη, τη σφίγγει και φεύγει...
Ανώνυμος

Ανώνυμος

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Από το Blogger.