Ένας γενναίος άντρας της φυλής των Ονέιντα κυνηγούσε στο δάσος.
Το θήραμα πέρασε σαν αστραπή πίσω του, αλλά και κείνος ήταν πολύ γρήγορος.
Γύρισε, το σημάδεψε και το βέλος του χτύπησε το ελάφι. Ο ινδιάνος τότε έβγαλε
το μαχαίρι του και έσκυψε να γδάρει το ζώο.
Πριν όμως πιάσει το ελάφι από τα κέρατα, κάποιος του έπιασε
τα χέρια με βία και μια οργισμένη φωνή ακούστηκε.
-Άφησε το θήραμα, Ονέιντα, είπε η φωνή. Εγώ το χτύπησα
πρώτος και το πλήγωσα με τα βέλη μου.
Ο Ονέιντα κοίταξε έκπληκτος τον άνθρωπο που μιλούσε έτσι.
Ήταν ένας πολεμιστής Ονοντάγκα. Ο Ονέιντα είπε τότε χωρίς θυμό και
χαμογελώντας, γιατί και οι δύο φυλές, των Ονέιντα και των Ονοντάγκα ήταν Ιρόκουας
κι ανήκαν στη Μεγάλη Λίγκα:
-Αδερφέ μου, μπορεί να το χτύπησες το ελάφι και συ, αλλά τι
σημασία έχει αυτό αφού δεν το σκότωσες;
-Το θήραμα είναι δικό μου σύμφωνα με το νόμο των δασών, είπε
ο Ονοντάγκα οργισμένος. Θα το αφήσεις με το καλό, ή θα χτυπηθείς μαζί μου;
Ο Ονέιντα τραβήχτηκε λίγο πιο πέρα, κοίταξε τον Ονοντάγκα
επιτιμητικά και είπε:
-Όπως επιθυμεί ο αδερφός μου.
Την άλλη στιγμή, είχαν πιαστεί σε έναν αγώνα ζωής και
θανάτου. Ο Ονοντάγκα ήταν ψηλός και γερός σαν μεγάλο δέντρο του δάσους. Ο
Ονέιντα, λυγερός σαν πάνθηρας, αγωνιζόταν και πάλευε με όλη τη φλόγα που έχουν
τα νιάτα.
Πάλεψαν πολλή ώρα με μανία. Στο τέλος, κατάκοποι και οι δυο
τους, άρχισαν να αναπνέουν δύσκολα από την κούραση κι ο ιδρώτας που έτρεχε από
το μέτωπο τους τούς έκλεισε τα μάτια. Ένιωσαν και οι δυο πως δεν μπορούσαν να εξακολουθήσουν
πια.
Με μια αμοιβαία αλλά κι ενστικτώδη κίνηση χώρισαν και στάθηκαν ο ένας
απέναντι στον άλλο, χωρίς όρεξη για πάλη και τσακώματα.
- Ονοντάγκα, είπε ο νεώτερος, ποιος ο λόγος να μαλώνουμε και
να πιανόμαστε έτσι για ένα θήραμα; Δεν υπάρχει καθόλου κρέας στο σπίτι σας και
το χρειάζεσαι τόσο πολύ που προσπαθείς έτσι να το πάρεις;
- Ειρήνη, νεαρέ μου, είπε και ο σκυθρωπός Ονοντάγκα. Δεν
πάλεψα για το ελάφι, αλλά γιατί θύμωσα με την αναίδειά σου. Είμαι όμως μεγαλύτερος
και γι' αυτό πιο φρόνιμος από σένα. Ας πάμε στη Βασίλισσα της Ειρήνης που
βρίσκεται εδώ κοντά κι αυτή θα μας πει ποιος πρέπει να πάρει το θήραμα.
-Σωστά μιλάς, είπε ο Ονέιντα.
Ξεκίνησαν περπατώντας ήσυχα πλάι-πλάι και πήγαν στη
Βασίλισσα της Ειρήνης που κατοικούσε στο δάσος. Ήταν αποφασισμένοι να
υπακούσουν και να συμμορφωθούν με την απόφασή της σαν καλοί ινδιάνοι και
ιδιαίτερα αφού οι φυλές τους ήταν μέλη της Μεγάλης Λίγκας των Πέντε Εθνών των
Ιρόκουας. Όλοι όσοι ανήκαν σ1 αυτή τη Λίγκα υποτάσσονταν στην απόφαση της
Βασίλισσας της Ειρήνης, γιατί οι ίδιοι την είχαν διαλέξει από τη φυλή των
Σενέκα για να λύνει τις διαφορές τους ειρηνικά.
Οι δυο ινδιάνοι βρήκαν τη Βασίλισσα της Ειρήνης εκεί όπου
είχε οριστεί να κατοικεί μόνη της, για να δικάζει ανεπηρέαστα. Εκείνη είχε βγει
και τους περίμενε στο κατώφλι του σπιτιού της όταν άκουσε από μακριά τις
περπατησιές τους, για να μην μπουν μέσα και καταπατήσουν την ιερότητα και την αγνότητα
της κατοικίας της, όπως όριζε η ίδια η Μεγάλη Λίγκα, με την οργή και τους
καβγάδες τους.
-Ειρήνη, τους είπε μόλις τους είδε. Δεν είναι σωστό γενναίοι
πολεμιστές σαν εσάς να μαλώνουν μεταξύ τους και να σκοτώνονται. Αν έχετε κάποια
διαφορά μεταξύ σας, ησυχάστε και μπείτε μέσα ήρεμοι, γιατί δεν είναι σωστό να
ακούγονται φωνές και τσακωμοί εκεί που ζει η Βασίλισσα της Ειρήνης.
Όταν άκουσαν αυτά τα λόγια, οι δυο ινδιάνοι μπήκαν μέσα και
της είπαν τη διαφορά τους, ήσυχα και ημερωμένα. Όταν τέλειωσαν, εκείνη τους
είπε με ένα επιτιμητικό χαμόγελο:
-Έτσι, λοιπόν. Δύο γενναίοι πολεμιστές και κυνηγοί μαλώνουν
για ένα ελάφι.
Και στρέφοντας το πρόσωπο της στον Ονοντάγκα πρόσθεσε: Εμπρός,
Ονοντάγκα. Σαν μεγαλύτερος που είσαι, πάρε το μισό ελάφι και πήγαινέ το στη
γυναίκα σου να το μαγειρέψει, να φάτε σεις και τα παιδιά σας.
Ο Ονοντάγκα όμως δεν κουνήθηκε από τη θέση του καθόλου.
Κοίταξε τη Βασίλισσα της Ειρήνης και είπε:
-Βασίλισσα, η γυναίκα μου βρίσκεται στη Χώρα των Πνευμάτων.
Μου την άρπαξε ο δαίμονας της Χολέρας. Κι ούτε έχει ανάγκη από τροφή το σπίτι
μου. Είναι γεμάτο. Εκείνο που χρειάζομαι είναι μια νέα σύζυγο και τα μάτια σου
έπεσαν μέσα στην καρδιά μου, σαν τον ήλιο που περνάει τα σκοτάδια του δάσους.
Θέλεις να 'ρθεις στο σπίτι μου και να μαγειρεύεις τα θηράματα και τους καρπούς
που θα σου φέρνω;
Τότε η Βασίλισσα, ήρεμα και γαλήνια, κούνησε το κεφάλι της
αρνητικά και είπε με τη μαλακή φωνή της:
-Ξέρεις ότι τα Πέντε Έθνη έβαλαν την Γκενεντάσκα χώρια από
τις άλλες γυναίκες για να γίνει Βασίλισσα της Ειρήνης. Δεν μπορεί να παντρευτεί
κανέναν άντρα, ποτέ της. Πήγαινε στην ευχή και πορεύσου ειρηνικά. Δε θα πατήσω
τον όρκο μου.
Ο πολεμιστής Ονοντάγκα δεν απάντησε. Έμεινε σιωπηλός.
Τότε μίλησε ο πολεμιστής Ονέιντα και είπε κοιτάζοντας τη
Βασίλισσα σταθερά μέσα στα μάτια:
- Ω,
Βασίλισσα. Ξέρω πως τα Πέντε Έθνη ξεχώρισαν εσένα, την Γκενεντάσκα, από όλες
τις γυναίκες. Μα θέλω να σου πω να 'ρθεις μαζί μου σπίτι μου γιατί σε αγαπώ.
Ποια είναι η απάντησή σου σ' αυτό;
Η Γκενεντάσκα είχε χαμηλώσει τα μάτια της στο βλέμμα του
Ονέιντα. Όταν τον άκουσε να μιλάει έτσι, έγινε κατακόκκινη και είπε:
-Και σε σένα λέω: πορέψου ειρηνικά.
Η φωνή της όμως όταν έλεγε τα λόγια αυτά ήταν σαν ένας
ψίθυρος που τον δονούσε ένας βαθύς, σιωπηλός λυγμός.
Οι δυο πολεμιστές έφυγαν από το παλάτι της Βασίλισσας της
Ειρήνης φιλιωμένοι τώρα, γιατί τους ένωνε η κοινή θλίψη για κείνη.
Η Βασίλισσα της Ειρήνης έμεινε μόνη, αλλά δεν ξαναβρήκε τη
γαλήνη της. Δεν μπορούσε να ξεχάσει το νεαρό Ονέιντα, έτσι ψηλός, δυνατός και
προπάντων γενναίος κι ευγενικός που ήταν.
Ο καιρός περνούσε. Το καλοκαίρι έγινε σκοτεινό, φθινόπωρο
και το φθινόπωρο άσπρος, χιονισμένος χειμώνας.
Αμέτρητοι πολεμιστές ήρθαν στη Βασίλισσα όλο αυτό το
διάστημα να τους λύσει τις διαφορές τους και να δώσει την ειρήνη ανάμεσά τους.
Η Γκενεντάσκα φαινόταν ήσυχη. Όμως δεν ήταν. Αν κι έδινε παρηγοριά στους
άλλους, στη δική της καρδιά δεν ερχόταν καμιά παρηγοριά. Ήθελε να ξαναδεί τον
Ονέιντα.
Μια μέρα, η Γκενεντάσκα καθόταν πλάι στο παραγώνι. Η φωτιά
που έκαιγε σ' αυτό είχε γίνει τώρα ένας σωρός στάχτη. Η κοπέλα καθόταν και
σκεφτόταν, σαν σε όνειρο, τον Ονέιντα. Η σκέψη της πέταγε κοντά του, όπως τα
πουλιά πετούν στον ήλιο για να βρουν φως και ζεστασιά.
Ξαφνικά, άκουσε το πάτωμα του δωματίου της να τρίζει κάτω
από τα σταθερά βήματα ενός πολεμιστή και ξύπνησε από το ονειροπόλημά της.
Σήκωσε γρήγορα τα μάτια της από τις στάχτες. Είδε τον Ονέιντα, το παλικάρι που
ονειρευόταν συνεχώς, να στέκεται εμπρός της χλομός κι αδυνατισμένος.
- Βασίλισσα της Ειρήνης, της είπε με φωνή που έτρεμε από
θλίψη, έφερες στην καρδιά μου σκοτάδι και πόνο. Δεν μπορώ πια να κυνηγήσω. Τα
ελάφια παίζουν μπρος στα μάτια μου, ήσυχα πως δεν μπορώ να τα βλάψω. Δεν μπορώ
πια να πάω στους αγώνες του τόξου, γιατί το τόξο μου δε λυγίζει και το βέλος
δεν μπορεί να φύγει απ' αυτό. Ούτε και τις ιστορίες που λένε γύρω στη φωτιά οι
γεροντότεροι της φυλής μπορώ ν' ακούσω. Η καρδιά μου βρίσκεται στην εξουσία
σου. Δε θα μου δώσεις κι εσύ τη δική σου;
- Ναι, θα σου τη δώσω, είπε μαλακά και ήσυχα η Γκενεντάσκα.
Χέρι χέρι, σαν δυο ξένοιαστα παιδιά, πήγαν στη βάρκα του
Ονέιντα. Ο άνεμος ήταν απαλός και τους πήγε γρήγορα κι όμορφα στη δύση. Η Γκενεντάσκα
δεν ήταν πια Βασίλισσα της Ειρήνης, γιατί είχε πατήσει τον όρκο της. Είχε
λυγίσει κάτω από τη δύναμη της Αγάπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου