Μια
φορά κι εναν καιρό ήταν μια γυναίκα
κι είχε μια κόρη και μια ψυχοκόρη. Αυτή η ψυχοκόρη ήταν
ορφανή και φτωχή κι η γυναίκα την είχε πάρει από μικρή για να της κάνει τις
δουλειές και της έδινε για να φάει τ' αποφάγια της κόρης της και τ' αποφόρια
της κόρης της για να ντυθεί. Και τη δική της την κόρη την έντυνε στα μεταξωτά
και στα βελούδα και την τάιζε ως και του πουλιού το γάλα, για να 'ναι άσπρη κι
όμορφη, και να την καλοπαντρέψει. Κι όλη μέρα τη χάιδευε και τη φιλούσε και
της έλεγε:
κόρη, το μέλι το γλυκό, κόρη το ζαχαρένιο,
κόρη, τ' όνομα τ' ακριβό, κόρη το χρυσαφένιο.
κόρη, τ' όνομα τ' ακριβό, κόρη το χρυσαφένιο.
Η κακομοίρα η ψυχοκόρη, τα 'βλεπε κι
αναστέναζε, γιατί αυτή δεν την είχε φιλήσει και χαϊδέψει μάνα ποτέ και
συλλογιζότανε τη μάνα της, που δεν την είχε γνωρίσει καθόλου κι έλεγε ολοένα:
μάνα, το μέλι το γλυκό, μάνα
το ζαχαρένιο,
μάνα, το στρώμα το ζεστό, μάνα το πουπουλένιο.
μάνα, το στρώμα το ζεστό, μάνα το πουπουλένιο.
Μια μέρα η γυναίκα έστειλε
την ψυχοκόρη στο δάσος, για να κόψει ξυλά. Κι εκεί που το κορίτσι τα 'κόβε με
το τσεκούρι της, βλέπει να 'ρχεται μια ελαφίνα κατατρομαγμένη.
Τι έχεις, ελαφίνα μου, κι είσαι έτσι
κατατρομαγμένη; της είπε.
- Αχ, έκανε η ελαφίνα, έχασα το ελαφάκι μου και ψάχνω να το βρω, πριν πάθει κανένα κακό, καθώς είναι μικρό και μοναχό.
- Θέλεις να σε βοηθήσω; ρώτησε το κορίτσι.
- Θέλω, είπε η ελαφίνα. Πήγαινε συ και ψάξε τον κατήφορο, κι εγώ θα πάρω τον ανήφορο.
Το κορίτσι παράτησε τα ξύλα,
έτρεξε στον κατήφορο κι άρχισε να ψάχνει για το ελαφάκι. Έψαξε, ώσπου τέλος το
βρήκε χωμένο μέσα σε κάτι κλαδιά. Το πήρε τότε στην αγκαλιά της, το χάιδεψε,
ανέβηκε στο μέρος που 'είχε αφήσει τα ξύλα της και φώναξε:
«Ελαφίνα, ελαφίνα! Βρέθηκε το ελαφάκι σου!»
Η ελαφίνα τ'
άκουσε κι έτρεξε γρήγορα σαν αστραπή. Κι όταν είδε το ελαφάκι της, έπεσε πάνω
του κι άρχισε να το χαϊδεύει και να το γλείφει και να του κάνει χίλιες χαρές.
Και το κορίτσι το 'δε, αναστέναξε κι είπε:
μάνα, το μέλι το γλυκό, μάνα το ζαχαρένιο,
μάνα, το στρώμα το ζεστό, μάνα, το πουπουλένιο.
μάνα, το στρώμα το ζεστό, μάνα, το πουπουλένιο.
Σε λίγο η ελαφίνα άφησε το
παιδί της και είπε στο κορίτσι:
«Το καλό που μου 'κάνες δε θα το λησμονήσω».
Και τη βοήθησε να κόψει τα
ξύλα της και να τα φορτώσει στο γαϊδούρι.
Πέρασε καιρός. Και μια μέρα
οι κυνηγοί του βασιλιά ήρθαν στο δάσος να κυνηγήσουν κι έπιασαν την ελαφίνα και
το ελαφάκι της και τα πήγαν στο βασιλόπουλο.
Αυτό μόλις τα 'δε έτσι όμορφα,
τρελάθηκε από τη χαρά του.
- Καλή μου ελαφίνα, της είπε, θα σ' αφήσω ελεύθερη στον κήπο του παλατιού, που είναι τόσο μεγάλος, όσο κι ένα μικρό δάσος κι έχει δέντρα πυκνά και κλαδιά και χορτάρια και ρυάκια. Εκεί θα ζεις με το ελαφάκι σου, χωρίς να σου λείψει ποτέ τίποτα και θα κοιμάσαι σε μια όμορφη σπηλιά, στρωμένη με ξερό χόρτο. Μ' αν πάλι βαρεθείς και δε σ' αρέσει, να μου το πεις κι εγώ θα σ' αφήσω να φύγεις.
- Καλά, βασιλόπουλό μου, είπε η ελαφίνα.
Κι έμεινε στον κήπο του
παλατιού με το ελάφι της. Ήταν όμως τόσο όμορφα εκεί, που ούτε η έλαφίνα ήθελε
να φύγει, ούτε το ελαφάκι της. Και το βασιλόπουλο ερχόταν και κουβέντιαζε μαζί
τους και τους έφερνε χίλια δυο καλούδια, σταφύλια και σύκα κι άλλους καρπούς
και γλυκό - γλυκό ψωμάκι.
Μια μέρα καθώς κουβέντιαζαν,
είπε η ελαφίνα:
- Σα στενοχωρημένο μου φαίνεσαι, λίγον καιρό τώρα, βασιλόπουλο. Τι έχεις; μην είσαι άρρωστος;
- Όχι, ελαφίνα μου, αποκρίθηκε το βασιλόπουλο, δεν είμαι άρρωστος, μα ο πατέρας μου θέλει να με παντρέψει. Απ' όλες όμως τις αρ~ χοντοπούλες που είδα, δε μ' αρέσει καμιά.
- Εγώ ξέρω μια, που θα σ' αρέσει, είπε η ελαφίνα. Δεν είναι όμως αρχοντοπούλα, παρά φτώχιά και ορφανή.
- Δεν πειράζει, απάντησε το βασιλόπουλο, φτάνει να 'ναι καλή κι όμορφη.
- Θα τη δεις και θα μου πεις, είπε η ελαφίνα. Έλα αύριο το πρωί να πάμε μαζί στο δάσος.
Την άλλη μέρα το πρωί το
βασιλόπουλο κι η ελαφίνα πήγαν στο δάσος. Ίσα - ίσα εκείνη την ημέρα, η γυναίκα
είχε στείλει την ψυχοκόρη της να κόψει ξύλα και να τα φέρει με το γαϊδούρι
τους. Καθώς έκοβε λοιπόν, βλέπει να 'ρχονται κοντά της η ελαφίνα κι ένα
παλικάρι φτωχοντυμένο και κουρελιάρικο, σα ζητιάνος. Το κορίτσι, μόλις είδε την
ελαφίνα έτρεξε και τη χάιδεψε και τη ρώτησε τι κάνει το ελαφάκι της. Κι όταν
είδε το φτωχοντυμένο παλικάρι, έλυσε την πετσέτα της κι είπε:
- Θα' σαι πεινασμένο, παλικάρι μου, από το δρόμο. Δεν έχω τίποτ' άλλο να σου δώσω, παρά λίγο ξερό ψωμάκι. Πάρτο και σύρε στο καλό.
Το βασιλόπουλο πήρε το ψωμί,
την ευχαρίστησε κι έφυγε με την ελαφίνα. Σαν πήγαν λίγο μακρύτερα, λέει η
ελαφίνα:
- Σ' άρεσε η κοπέλα, βασιλόπουλό μου;
- Μ' άρεσε, είπε το βασιλόπουλο, και θα πω στον πατέρα μου να μου τη δώσει. Αν δε θέλει, δε θα παντρευτώ.
Ο βασιλιάς όμως μόλις άκουσε
το γιο του να του λέει τι καλή και τι όμορφη ήταν η κοπέλα του δάσους,
ευχαριστήθηκε κι είπε:
- Αφού σ' αρέσει, παιδί μου, εσένα, αρέσει σ' όλους μας. Φόρεσε την καλή σου φορεσιά και πρόσταξε να ετοιμάσουν το χρυσό αμάξι, να πάμε να τη ζητήσουμε.
Σε κάμποση ώρα το χρυσό αμάξι
σταμάτησε στην πόρτα του σπιτιού της κι ο βασιλιάς με το βασιλόπουλο και το
βεζύρη κατέβηκαν, ντυμένοι μέσα στα χρυσάφια και μπήκαν στην αυλή.
Εκείνη την ώρα η γυναίκα με
την κόρη της κάθονταν εκεί, κάτω από μια μουριά και κουβέντιαζαν, χτενισμένες
κι ομορφοσυγυρισμένες. Κι η ψυχοκόρη φορούσε κάτι παλιόρουχα κι έκαιγε το
φούρνο.
Μόλις είδαν το βασιλιά και
τους άλλους, τα 'χασαν κι οι τρεις τους κι έμειναν ακίνητες, σα μαρμαρωμένες.
Ο βασιλιάς κοίταξε καλά -
καλά την κόρη της γυναίκας και ρώτησε το βασιλόπουλο:
- Αυτή είναι;
- Όχι, βασιλιά μου, απάντησε το βασιλόπουλο, η άλλη που καίει το φούρνο.
Ο βασιλιάς την κοίταξε κι
αυτή κι ευχαριστήθηκε.
- Μπράβο!έκανε.
Και γύρισε στη γυναίκα
χαρούμενος:
- Κυρά μου, της είπε, σου ζητώ αυτή την κοπέλα για να την κάνω κόρη μου και βασιλοπούλα.
Η γυναίκα χλώμιασε, σα να την
δάγκωσαν χίλια φαρμακερά φίδια.
Μα τι να κάνει; ήθελε δεν
ήθελε, προσκύνησε το βασιλιά:
«Στις προσταγές σου, βασιλιά μου, είπε. Τέτοια τύχη δεν την περίμενα ποτέ».
Το βασιλόπουλο τότε πήγε
κοντά στη κοπέλα και της πέρασε στο δάχτυλό της ένα δαχτυλίδι μ' ένα διαμάντι
μεγάλο σα φουντούκι κι ο βασιλιάς της στόλισε το λαιμό μ' εφτά σειρές
μαργαριτάρια.
Κι έκατσαν ώρα πολλή και
κουβέντιασαν κάτω από τη μουριά κι η γυναίκα κι η κόρη της κόντευαν να σκάσουν
από το κακό τους.
Όταν σηκώθηκαν να φύγουν, ο
βασιλιάς είπε:
Αύριο θα στείλω δέκα αμάξια με τα δώρα μου και
τα προικιά και μεθαύριο θα 'ρθουμε να πάρουμε τη νύφη για να γίνει ο γάμος.
Όπως ορίζεις, βασιλιά μου, είπε η γυναίκα.
Μόλις όμως το αμάξι χάθηκε
στο δρόμο, γύρισε στην ψυχοκόρη της αγριεμένη και της φώναξε:
"
Τι στέκεσαι και καμαρώνεις; βγάλε γρήγορα τα
στολίδια του και ρίξε στο φούρνο τα ψωμιά".
Η ψυχοκόρη έβγαλε τα στολίδια
της, έριξε στο φούρνο τα ψωμιά και τα 'ψήσε κι ύστερα έκανε όλες τις άλλες
δουλειές, ως τη νύχτα. Τότε η κυρά της της έδωσε να φάει τ' αποφάγια της κόρης
της και την έστειλε να κοιμηθεί. Και μετά παίρνει την κόρη της, και την πάει
στην αυλή έξω από το αχούρι.
- Άκου, της λέει, τι θα κάνω: θα δώσω εσένα γυναίκα στο βασιλόπουλο κι όχι την αχάριστη την ψυχοκόρη, που τη βρήκα στο δρόμο και την κράτησα στο σπίτι μου από λύπηση, για να με φαρμακώσει.
- Μα πώς θα με δώσεις εμένα; είπε η κόρη της. Δε θα με δουν;
- Όχι, της απάντησε η μάνα της, δε θα σε δουν, γιατί θα σου βάλω στο κεφάλι σου ένα μεταξένιο πέπλο, που θα σου κρύβει το πρόσωπο. Μ' αυτό το πέπλο θα στεφανωθείς στο παλάτι. Κι όταν το βγάλεις τι θα κάνει πια το βασιλόπουλο; μια που θα στεφανωθεί, θα σε κρατήσει. Κι έτσι θα γίνεις εσύ βασιλοπούλα και βασίλισσα.
- Μπράβο, μητέρα, είπε η κόρη της χαρούμενη, καλά που το συλλογίστηκες.
- Αμή τι νόμιζες; έκανε η μητέρα της και γέλασε, πως θα 'δινα το παλιοκόριτσο στο βασιλόπουλο; καλύτερα είχα να πεθάνω.
Αυτή όμως την κουβέντα τους την άκουσε ο
γάιδαρος μέσα στο αχούρι. Κι όταν έφυγαν, άρχισε να συλλογίζεται τι να κάνει,
για να βρει τρόπο να εμποδίσει το σχέδιο της κακιάς γυναίκας.
Την άλλη μέρα το πρωί έφτασαν
τα δέκα αμάξια του βασιλιά, φορτωμένα με δώρα και προικιά, βελούδα και μεταξωτά
και χρυσάφια, κι ανάλαφρα υφάσματα, σαν πέπλα νεράιδας και στολίδια πολύτιμα
από πανάκριβα πετράδια και κρύσταλλα κι αρώματα κι ό,τι άλλο βάζει ο νους.
Οι σκλάβοι τα ξεφόρτωσαν στην
αυλή κι όταν έφυγαν, η γυναίκα είπε στην ψυχοκόρη:
- Σύρε στο κατώγι να γεμίσεις το μπουκάλι λάδι, γιατί αυτό που είχαμε σώθηκε.
Η ψυχοκόρη πήρε το μπουκάλι
και κατέβηκε στο κατώγι και τότε η κυρά της κλείδωσε καλά την πόρτα του κι
ανέβηκε πάνω ευχαριστημένη.
- Τελείωσε, είπε στην κόρη της, όσο κι αν φωνάξει, δε θα την ακούσει κανείς, γιατί το κατώγι μας είναι πολύ βαθύ, σαν πηγάδι. Και τώρα ετοίμασε το φαί, να φάμε και να κοιμηθούμε, γιατί αύριο πρέπει να σηκωθούμε με την αυγή να σε λούσω και να σε στολίσω.
Η κόρη της ετοίμασε το φαΐ κι
έφαγαν κι ύστερα έπεσαν και κοιμήθηκαν.
Τι να κάνει τότε ο γάιδαρος!
Κόβει τ' αυτιά του και πάει στο κρεβάτι της κόρης και της τα κολλάει πάνω στα
δικά της αυτιά. Και κατόπιν γυρίζει πίσω στο αχούρι του και κλείνει καλά την
πόρτα. Πρωί - πρωί η μάνα ξύπνησε κι έτρεξε στην κόρη της.
- Σήκω, της φώναξε να λουστείς και να στολιστείς, για να 'σαι έτοιμη, όταν φτάσουν οι βασιλιάδες,
Η κόρη της ξεπετάχτηκε από το
κρεβάτι της, μόλις όμως την είδε η μάνα της, έβαλε τις φωνές.
- Συμφορά μας! είπε, γαϊδουρινά αυτιά έβγαλες κόρη μου; Κοιτάζει η κόρη της οτον καθρέφτη κι αρχίζει τα κλάματα.
- Αχ, η κακομοίρα, τι έπαθα! φώναξε, τώρα τι θα γίνω;
- Στάσου να σου τα κόψω, είπε η μάνα της.
Και παίρνει το ψαλίδι και
χραπ - χρουπ, κόβει τ' αυτιά του γαϊ- δάρου. Μόλις τα 'κόψε όμως, αντί για δύο,
βγήκαν τέσσερα στο κεφάλι της. Η μάνα της άρπαξε το ψαλίδι και τα 'κόψε κι
αυτά, μα τι να δει τότε! Οχτώ αυτιά γαϊδουρινά, πιο μεγάλα από τα πρώτα φύτρωσαν
γύρω στο κεφάλι της κόρης της.
Τότε άρχισαν να κλαίνε κι οι
δυό με μαύρα δάκρυα κι κόρη έλεγε στη μάνα της:
- Δε μ' άφηνες, μάνα, καλά που ήμουνα, παρά ήθελες να με κάνεις με το ζόρι βασιλοπούλα;
- Όπου κάποτε ο γάιδαρος τις άκουσε και βγήκε στην αυλή και φώναξε:
- Κυρά, βγάλε από το κατώγι την ψυχοκόρη και τότε τα γαϊδουρινά αυτιά της κόρης σου θα χαθούν.
Η γυναίκα —τι να κάνει;- άνοιξε την πόρτα του
κατωγιού και έβγαλε έξω την ψυχοκόρη. Κι αμέσως τα γαϊδουρινά αυτιά έφυγαν από
το κεφάλι της κόρης της κι έγινε πάλι όπως πρώτα. Κι ο γάιδαρος ξαναβρήκε τ'
αυτιά του και γύρισε χαρούμενος στο σταύλο του. Όσο για την ψυχοκόρη, αυτή
λούστηκε και στολίστηκε κι έλαμψε ο τόπος από την ομορφιά της. Κι αργότερα
ήρθαν τ' αμάξια με τους βασιλιάδες κι όλους τους παλατιανούς και την πήραν στο
παλάτι, όπου έγιναν οι γάμοι της με το βασιλόπουλο κι από τότε έζησε ευτυχισμένη.
Έκανε μάλιστα και τρεις πεντάμορφες βασιλοπούλες, που την αγαπούσαν πολύ και
της έλεγαν:
Μάνα, το μέλι το γλυκό, μάνα το ζαχαρένιο,
μάνα το στρώμα το ζεστό, μάνα το πουπουλένιο.
μάνα το στρώμα το ζεστό, μάνα το πουπουλένιο.
Κι η βασίλισσα που τ' άκουγε,
χαμογελούσε και τα δάκρυα έτρεχαν βρύση από τα μάτια της.
«50 Νέα
παραμύθια» Πιπίνας Τσιμικάλη
Εκδόσεις
Αστήρ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου