Breaking News
recent

Η ΚΑΛΗ ΝΕΡΑΙΔΑ ΚΙ Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα κι είχαν ένα κοριτσάκι που από μικρό ακόμα, έδειχνε πως θα γίνει σκληρό και κακό. Έσκουζε κι έκλαιγε και χτυπούσε τα πόδια του, πότε γιατί έβρεχε κι αυτό ήθελε ήλιο, πότε γιατί έκανε ζέστη κι ήθελε να καθίσει στο τζάκι, στη φωτιά, πότε για τούτο, πότε για κείνο. Άσε πια την κακομοίρα τη βάγια του τι τραβούσε, άσε τις δούλες και τις σκλάβες κι όλους τους ανθρώπους του παλατιού.
Η δυστυχισμένη η βασίλισσα, η μητέρα του, ήταν να σκάσει.
-Ποιανού έμοιασε, έλεγε, κι έγινε έτσι άπονο και κακό; ούτε ο πατέρας του είναι έτσι, ούτε κι εγώ.
Ο βασιλιάς όμως γελούσε που την άκουγε.
-Μη στενοχωριέσαι, έλεγε, σα μεγαλώσει θα φτιάσει.
Μα η βασιλοπούλα όσο μεγάλωνε, τόσο πιο σκληρή γινόταν και πιο άπονη. Όσο για την τεμπελιά της, ήταν άλλο πράγμα. Δεν εννοούσε να κάνει τίποτα με το χεράκι της ούτε κένταγε, ούτε έγνεθε, ούτε έραβε, παρά καθόταν από το πρωί ως το βράδυ σε μια κουνιστή πολυθρόνα και κουνιόταν και πότε - πότε κατέβαινε στον κήπο του παλατιού και σεργιανούσε και χάζευε με τα λουλούδια και τα πουλιά. Μονάχα οι χοροί τής άρεσαν και τα λούσα κι έβαζε τον πατέρα της κι έδινε στο παλάτι κάθε δέκα μέρες χορό και τότε η βασιλοπούλα χόρευε όλη τη νύχτα, χωρίς να σταματά.
Κάθε πρωί δυο σκλάβες την έλουζαν κι άλλες δυο χτένιζαν τα ξανθά μαλλιά της με δυο μακριές πλεξίδες, δυο σκλάβες της έβαφαν τα νύχια, δυο την έντυναν και δυο τη στόλιζαν.
Κι αλλοίμονο τους αν καμιά έκανε κάτι που δεν της άρεσε, κι αλλοίμονο στο μάγειρα, αν το φαΐ του δεν ήταν όπως το 'θελε αυτή. Κι αλλοίμονο στον κηπουρό αν τα λουλούδια του δεν άνθιζαν όποτε ήθελε αυτή. Κι αλλοίμονο στον αμαξά, αν το άλογο έτρεχε πιο γρήγορα ή πιο αργά!
Η βασιλοπούλα ήταν όμορφη πολύ, κανένας όμως δεν την αγαπούσε στο παλάτι, ούτε σ' ολόκληρη την πολιτεία. Κι όταν μεγάλωσε κι έγινε κοπέλα της παντρειάς, κανένα βασιλόπουλο δεν παρουσιάστηκε να τη ζητήσει.
-Ποιος να την πάρει, τέτοια που είναι; έκανε η μάνα της και έκλαιγε. Ούτε ο χειρότερος ζητιάνος δεν τη θέλει.
-Μη στενοχωριέσαι, της έλεγε ο βασιλιάς, δεν μπορεί να μείνει πάντα έτσι κακιά , θα 'ρθει μια ώρα που θα το καταλάβει και θα διορθωθεί.
Μια μέρα έφτασε στην πολιτεία τους ένα ωραίο βασιλόπουλο, που ο πατέρας του ήταν φίλος του πατέρα της βασιλοπούλας. Κι αυτός ο φίλος του, τού παράγγελνε πως θα 'θελε πολύ να πάρει ο γιος του τη θυγατέρα του.
Ο βασιλιάς ευχαριστήθηκε μ' αυτό το μήνυμα, κράτησε στο παλάτι το βασιλόπουλο, το περιποιήθηκε κι αυτός κι η βασίλισσα, όσο μπόρεσαν, και το άλλο βράδυ έδωσαν μεγάλο χορό και κάλεσαν όλους τους άρχοντες της πολιτείας. Η βασιλοπούλα έλαμπε από ομορφιά και χόρευε με χάρη, μα το άλλο πρωί το βασιλόπουλο έφυγε χωρίς να κάνει λόγο για γάμο.
-Αχ, έκανε η βασίλισσα πικραμένη, θα 'μαθε τι είναι η κόρη μας και θα 'ριξε πέτρα πίσω του.
Για να ξεσκάσει τότε βγήκε από το παλάτι και τράβηξε σιγά - σιγά έξω από την πολιτεία, κατά το δάσος κι όταν έφτασε εκεί, κάθισε σε μια πέτρα κι άρχισε να κλαίει, που σχιζόταν η καρδιά σου να την ακούς. Έξαφνα, εκεί που έκλαιγε, ο κόσμος άστραψε μπροστά της κι η βασίλισσα σήκωσε τρομαγμένη τα μάτια της. Είδε τότε μια πεντάμορφη νεράιδα, ντυμένη με γαλάζιους πέπλους και μ' ένα λαμπερό στεφάνι γύρω στα μαλλιά της, που άστραφτε σαν ήλιος.
- Γιατί κλαις, καλή μου βασίλισσα; είπε η νεράιδα με γλυκιά φωνή. Σ' άκουσα κ' ήρθα να σε βοηθήσω.
- Αχ, καλή μου νεράιδα, είπε η βασίλισσα, και τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια της, πώς να μην κλαίω, που έχω μια θυγατέρα σκληρή και άπονη, τεμπέλα και φιλάρεσκη και κανένας στη χώρα μας δεν την αγαπάει;
- Μην κλαις, απάντησε η νεράιδα και το κακό διορθώνεται.
- Αλήθεια; φώναξε η βασίλισσα χαρούμενη. Αχ, κάμε ό,τι μπορείς, καλή μου νεράιδα.
'' Έννοια σου, της είπε η νεράιδα. Όμως δεν μπορώ να κάνω τη βασιλοπούλα από κακιά καλή, από τη μια στιγμή στην άλλη. Πρέπει να περάσει καιρός. Και πρέπει ακόμα να την πάρω από το παλάτι και να της αλλάξω τη μορφή. Θέλεις, βασίλισσά μου;
- Κάνε ό,τι νομίζεις καλό, απάντησε η βασίλισσα. Άλλον κανένα από σένα, νεράιδα, δεν έχω, που να μπορεί να τη διορθώσει.
- Πήγαινε τότε στο παλάτι σου και βρες έναν τρόπο να τη στείλεις εδώ. Και να μην ανησυχήσετε ούτε εσύ, ούτε ο βασιλιάς αν αργήσει να γυρίσει. Όταν θα 'ρθει ο καιρός, θα τη στείλω μόνη μου.
- Σ' ευχαριστώ για το καλό που μου κάνεις, είπε η βασίλισσα. Κι έφυγε. Όταν γύρισε στο παλάτι, είπε της βασιλοπούλας:
- Είχα πάει στο δάσος να περπατήσω κι εκεί είδα ένα λουλούδι θαυμαστό σαν τον ήλιο και σαν το μάλαμα. Τέτοιο λουλούδι δεν έχω ως τώρα ξαναδεί κι είμαι σίγουρη πως δεν έχει ξανασταθεί στον κόσμο.
- Ω! είπε n βασιλοπούλα χαρούμενη, θα ταιριάζει ωραία στα μαλλιά μου το βράδυ στο χορό. Γιατί δε μου το 'φερνες, μητέρα;
- Γιατί φοβήθηκα να το κόψω με τα χέρια μου που είναι σκληρά από το γνέσιμο, είπε η βασίλισσα. Αυτό το λουλούδι θέλει χεράκια λεπτά σαν το κρίνο και απαλά σαν το μετάξι. Σαν τα δικά μου, θυγατέρα μου.
- Πάω να το κόψω, φώναξε η βασιλοπούλα.
Κι έτρεξε και βγήκε από το παλάτι.
Η καρδιά της βασίλισσας μάτωσε που την είδε να φεύγει και θα χανόταν για καιρό, μα συλλογίστηκε πως ήταν για το καλό της κι έκανε κουράγιο. Και πήγε και βρήκε το βασιλιά και του ιστόρησε όσα είπαν με τη νεράιδα.
Ο βασιλιάς ευχαριστήθηκε:
-Ήρθε η ώρα της να διορθωθεί, είπε, Δε στο 'λεγα;
Η βασιλοπούλα έφθασε στο δάσος χαρούμενη κι έψαχνε να βρει το χρυσό λουλούδι που ήταν σαν το ήλιο και σαν το μάλαμα, για να στολίσει το βράδυ τα μαλλιά της. Κι εκεί που έψαχνε, είδε μπροστά της τη νεράιδα με τα γαλάζια φορέματα και με το λαμπερό στεφάνι.
- Μην είδες το χρυσό λουλούδι, νεράιδα μου; τη ρώτησε τότε. Ψάχνω τόση ώρα, μα δεν το βρίσκω πουθενά.
Η νεράιδα πήγε τότε κοντά της κι ακούμπησε απαλά το χέρι της στον ώμο της. Και τότε τα μεταξωτά φορέματα της βασιλοπούλας χάθηκαν από πάνω της και τ' ασημένια γοβάκια και τα διαμαντικά κι έγιναν παλιόρουχα και παλιοπάπουτσα σκονισμένα και σκισμένα κι η ομορφιά από το πρόσωπό της έφυγε κι η βασιλοπούλα έγινε μια άσχημη και καμπουριασμένη κοπέλα, γεμάτη ζαρωματιές. Κι η νεράιδα χάθηκε από μπροστά της.
Η βασιλοπούλα στην αρχή είδε μόνο τα παλιόρουχα και τα παλιοπάπουτσα που φορούσε. Σε λιγάκι όμως έβαλε το χέρι στην πλάτη της, είδε την καμπούρα, έπιασε το πρόσωπό της, είδε τις ζαρωματιές κι έτρεξε γρήγορα σ' ένα ρυάκι εκεί κοντά κι έσκυψε πάνω του. Και όταν είδε πως είχε γίνει, έπεσε σε μια πέτρα κι άρχισε να κλαίει με μαύρα δάκρυα.

- Ω, δυστυχία μου, έλεγε, πώς κατάντησα εγώ, η ομορφότερη βασιλοπούλα! Πώς να πάω τώρα στο παλάτι μας και να παρουσιαστώ μπροστά στον κόσμο! Κανένας δε θα πιστέψει ποια είμαι κι όλοι θα με περνάνε για καμιά ζητιάνα, που ξέπεσε ως εκεί. Όχι δε θέλω να γυρίσω πίσω στην πολιτεία, πού να πάω όμως η άμοιρη;
Κι έκλαιγε, έκλαιγε, χωρίς να σταματά.
Εκεί που έκλαιγε τότε, βλέπει να περνάει μια γυναίκα μ' ένα ραβδί. Σαν έφτασε κοντά στη βασιλοπούλα η γυναίκα στάθηκε και της είπε:
- Τι έχεις, κοπέλα μου, και κλαις;
- Κοντεύει να νυχτώσει, της απάντησε η βασιλοπούλα, και δεν ξέρω πού να πάω, γιατί δεν έχω ούτε μάνα, ούτε πατέρα, ούτε σπίτι.
- Πιο πέρα είναι μια παλιοκαλύβα, είπε η γυναίκα κι έχει και πραγματάκια μέσα γιατί κάθονταν κάτι ξυλοκόποι πρωτύτερα. Πήγαινε να καθίσεις εκεί.
Η βασιλοπούλα -τι να κάνει; σηκώθηκε και πήγε στην καλύβα που ήταν βρώμικη και σκοτεινή και ξαπλώθηκε σε μια γωνιά, πάνω σε λίγο άχυρο κι άρχισε πάλι το κλάμα. Κι έκλαψε, έκλαψε, ώσπου την πήρε ο ύπνος.
Την άλλη μέρα, μόλις άνοιξε τα μάτια της, φώναξε:
- Να 'ρθουν οι σκλάβες μου να με ντύσουν.
Αμέσως όμως είδε που βρισκότανε, θυμήθηκε και τα χτεσινά και σηκώθηκε κούτσα - κούτσα, γιατί της πονούσε όλο της το κορμί από το σκληρό στρώμα.
Διψούσε όμως πολύ και πεινούσε. Είδε τότε μια στάμνα, την πήρε και κατέβηκε στο ρυάκι, τη γέμισε νεράκι και πλύθηκε και ξανάσανε λιγάκι. Ύστερα έψαξε εδώ κι εκεί στα δέντρα και βρήκε αγριόμηλα και αγριάπιδα κι έφαγε. Και κουρασμένη απ' όλες αυτές τις δουλειές, έπεσε και ξαπλώθηκε στον ήλιο ως το βράδυ, και τα μάτια της έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα, από την απελπισία της.
Από τότε έμεινε στην καλύβα, έφερνε νερό, έκοβε ξύλα κι άναβε φωτιά κι έμαθε να μαζεύει λαχανικά και να τα βράζει. Σιγά - σιγά άρχισε να κάνει κι άλλες δουλειές, σκούπισε την καλύβα και την ξαράχνιασε, πέταξε το άχυρο κι έφερε κι έστρωσε στη γωνιά μυρωδάτο χορτάρι, έπλυνε ό,τι παλιοπράγματα ήταν μέσα, και καθάρισε την καλύβα και την αυλή τόσο καλά, που γέλασε μόλις την είδε.
- Ποιος θα το πίστευε στο παλάτι, είπε, πως έκανα εγώ όλες αυτές τις δουλειές; Αμέσως όμως την πήρε το παράπονο κι άρχισε το κλάμα.
Και μάζευε καρπούς και ρίζες και τρυφερά βλαστάρια κι έτρωγε. Και σιγά - σιγά η μέρα περνούσε με τις δουλειές και δεν της έμενε καιρός να συλλογίζεται ποια ήταν και να κλαίει, ώσπου το πήρε απόφαση πως ήταν μια φτωχή κοπέλα κι άσχημη και θα περνούσε έτσι όλη τη ζωή της.
-Δεν ξαναπατώ στο παλάτι μας, έλεγε, γιατί σα με δουν, δε θα με πιστέψουν ποτέ πως είμαι η βασιλοπούλα, μα κι αν το πιστέψουν, θα 'ναι χειρότερο για μένα, να με περιγελάνε οι δούλες μου κι οι σκλάβες μου. Έτσι που κατάντησα, κι η πιο άσχημη σκλάβα, είναι χίλιες φορές πιο όμορφη από μένα.
Μια μέρα, εκεί που ήταν έξω από την καλύβα και σκούπιζε, είδε να περνάει μια γυναίκα. Σαν έφτανε έξω από την καλύβα η γυναίκα, τη χαιρέτησε.
- Γεια σου, κοπέλα μου, της είπε.
- Καλώς τη την κυρά.
- Εδώ κάθεσαι, στην ερημιά;
- Εδώ, απάντησε η βασιλοπούλα.
- Έχεις και μάνα και πατέρα;
- Όχι, κυρά, είμαι καταμόναχη.
- Δεν έρχεσαι τότε να μείνεις στο σπίτι μου και να με βοηθάς στις δουλειές; Κάθομαι πέρα από το δάσος κι έχω χωράφια με σπαρτά κι ελιές και πρόβατα.
- Έρχομαι, είπε η βασιλοπούλα, που ευχαριστήθηκε γιατί θα 'φηνε την ερημιά.
Έκλεισε λοιπόν την καλύβα της και πήγε μαζί με τη γυναίκα σ' ένα μεγάλο σπίτι, μέσα σε χωράφια και σπαρτά, όπου θέριζαν πολλοί άνθρωποι, άντρες και γυναίκες.
- Ξέρεις να τους μαγειρεύεις; ρώτησε την κοπέλα η κυρά της. Η βασιλοπούλα τα 'χασε.
- Δεν ξέρω, κυρά, είπε. Μονάχα λάχανα ξέρω να βράζω.
«Το κακόμοιρο», συλλογίστηκε η γυναίκα, «δε θα 'χει φάει άλλοτε φαί της προκοπής».
- Έννοια σου, της είπε, τότε θα σε μάθω εγώ.
Και την πήρε στην κουζίνα και της έδειχνε να μαγειρεύει και να ετοιμάζει το μεγάλο τραπέζι για τους δουλευτάδες, που γύριζαν πεινασμένοι από το θέρισμα.
Στην αρχή η βασιλοπούλα έκανε άλλα των άλλων και πότε το φαΐ ήταν ανάλατο, πότε λύσσα από το αλάτι, όμως ποτέ κανένας δεν της είπε λέξη κακή, ούτε η κυρά της τη μάλωνε, παρά τη συμβούλευε με το καλό. Κι η βασιλοπούλα θυμόταν τα δικά της στο παλάτι κι αναστέναζε.
- Εγώ μονάχα ήμουνα κακιά και τυραννούσα όλους, συλλογιζόταν. Γιατί τότε δεν ήξερα τι είναι ο κόπος του ανθρώπου. Τώρα όμως ξέρω πως είναι πιο ακριβός από το μάλαμα, πιο ακριβός από τ' ασήμι κι απ' όλα τα διαμαντικά και τα μαργαριτάρια της γης κι από τα σπάνια και θαυμαστά λουλούδια. Μα τώρα που το 'μαθα είναι αργά, για να πέσω και να τον προσκυνήσω.
Κι ούτε κανένας την περιγελούσε για την ασχήμια της, ούτε για την καμπούρα που 'χε πίσω στην πλάτη της και τις ζαρωματιές στο πρόσωπό της , παρά όλοι της φέρνονταν με το καλό κι όλοι κοίταζαν ποιος να τη βοηθήσει. Κι η βασιλοπούλα το 'βλεπε και τα μάτια της δάκρυζαν. Και συλλογιζόταν τα δικά της, στο παλάτι, και έλεγε:
- Εγώ μονάχα ήμουνα άπονη και περιγελούσα όλο τον κόσμο. Γιατί τότε δεν ήξερα τι είναι η δυστυχία του ανθρώπου. Τώρα όμως ξέρω πως είναι πιο σεβαστή από τους βασιλιάδες κι από τους άρχοντες, πιο σεβαστή απ' όλους τους σοφούς της γης. Μα τώρα που το' μαθα είναι αργά, για να πέσω και να την προσκυνήσω.
Οι μέρες περνούσαν κι οι θεριστάδες θέρισαν τα σπαρτά, τ' αλώνισαν, τα λίχνισαν και τα κουβάλησαν στις αποθήκες κι ύστερα πληρώθηκαν τον κόπο τους κι έφυγαν.
- Τώρα, κοπέλα μου, είπε στη βασιλοπούλα η γυναίκα, έχουμε άλλες δουλειές. Έχουμε να γνέσουμε το λινάρι και να υφάνουμε το πανί. Ξέρεις να γνέθεις;
- Όχι, απάντησε ντροπιασμένη η βασιλοπούλα.
- Έννοια σου, θα σε μάθω εγώ, της είπε η γυναίκα.
Σιγά - σιγά τα δάχτυλα της βασιλοπούλας έμαθαν να γνέθουν την κλωστή και να τη στρίβουν και πριν ακόμα μπει ο χειμώνας, όλο το λινάρι της αποθήκης είχε γίνει ψιλή - ψιλή κλωστή.
Ύστερα η κυρά έμαθε τη βασιλοπούλα να υφαίνει στον αργαλειό. Κι όταν το πανί ετοιμάστηκε, έφερε ψαλίδι, βελόνα και κλωστή κι είπε:
- Θα κόψουμε και θα ράψουμε εκατό φορεσιές. Έλα να σου δείξω.
Κι η βασιλοπούλα έμαθε να κόβει και να ράβει κι ετοίμασε με την κυρά της εκατό φορεσιές.
- Μα τι θα τις κάνεις, κυρά, εκατό φορεσιές; τη ρώτησε η βασιλοπούλα. Με τρεις - τέσσερεις περνάς τη χρονιά σου.
- Θα δεις, αποκρίθηκε αυτή.
Και την άλλη μέρα το πρωί, τύλιξε σ' ένα πανί μια φορεσιά, έβαλε σ' ένα σακούλι τρία μεγάλα καρβέλια, έβαλε σ' ένα σταμνί λάδι και σ' ένα τσουκάλι τυρί κι είπε στη βασιλοπούλα:
- Φόρτωσε τα στο γάιδαρο κι έλα μαζί μου.
Η βασιλοπούλα φόρτωσε τα πράγματα στο γαϊδούρι και μαζί με την κυρά της, πήγαν σ' ένα παλιόσπιτο, έξω στον κάμπο. Σ' αυτό το παλιόσπιτο καθόταν μια γριούλα με την κόρη της που ήταν άρρωστη στο στρώμα και δεν μπορούσε να δουλέψει.
Η γυναίκα τους έδωσε τα ψωμιά και το λάδι και το τυρί και τη φορεσιά που είχαν ύφανε κι η γριούλα με την κόρη της σαν τα 'δαν άρχισαν να κλαίνε.
- Αχ, κυρά μου, της είπανε, είμαστε δυο μέρες νηστικές. Και της έδωσαν τόσες ευχές, που η βασιλοπούλα τα 'χασε, γιατί δεν τις είχε ποτέ της ακούσει.
Από κείνη την ημέρα η κυρά της την έπαιρνε και πήγαιναν σε μικρά και φτωχά σπιτάκια και κουβαλούσαν μαζί τους χίλια πράγματα. Κι η βασιλοπούλα έβλεπε για πρώτη φορά μικρά παιδάκια κατάκοιτα στο στρώμα, κίτρινα κι αδύνατα από την πείνα και την αρρώστια, γέρους που έτρεμαν νηστικοί, νέους ανήμπορους και κουρελιασμένους. Κι η καλή κυρά κάτι είχε να δώσει στον καθένα και να τους να πει κι από ένα λόγο παρηγοριάς.
Από κάθε σπιτάκι που έβγαιναν, η βασιλοπούλα έσκυβε το κεφάλι και το πρόσωπό της γινόταν κατακόκκινο από τη ντροπή.
- Αχ, συλλογιζότανε, εγώ μονάχα ήμουν άσπλαχνη και δεν κοίταξα ποτέ δυστυχισμένο. Γιατί τότε δεν ήξερα τι είναι ο πόνος του ανθρώπου. Τώρα όμως ξέρω πως είναι το ατίμητο από τ' ατίμητα, το πιο ακριβό πράγμα που υπάρχει στον κόσμο. Μα τώρα που το 'μαθα είναι αργά, για να πέσω και να τον προσκυνήσω.
Γύριζαν λοιπόν από σπίτι σε σπίτι, ώσπου μοίρασαν τις εκατό φορεσιές κι η αποθήκη με το σιτάρι άδειασε κι οι πιθάρες το λάδι κι οι κάσες το τυρί και στο σπίτι απομείναν ίσα - ίσα για να περάσουν ένα -δύο μήνες.
- Κι έπειτα πώς θα ζήσεις κυρά; ρώτησε η βασιλοπούλα.
- Έπειτα, παιδάκι μου, θα βγάλει άλλα η γη και θα γεμίσουν πάλι οι αποθήκες, είπε αυτή* μη σκιάζεσαι.
Η βασιλοπούλα έμεινε συλλογισμένη όλη εκείνη την ημέρα και τις άλλες που ακολούθησαν. Δεν είχε νου ούτε να φάει, ούτε να δουλέψει. Η κυρά της την είδε και τη ρώτησε:
έχεις κοπέλα μου; μην είσαι άρρωστη; ή μη βαριέστησες μαζί μου;
- Όχι, κυρά μου, απάντησε η βασιλοπούλα, ούτε άρρωστη είμαι, ούτε βαριέστησα μαζί σου. Πρέπει όμως να φύγω από δω και να πάω στην πολιτεία. Δεν μπορώ να μείνω περισσότερο. Σ' ευχαριστώ για όσα μ' έμαθες και δε θα σε ξεχάσω ποτέ μου.
Κι η βασιλοπούλα αποχαιρέτησε την καλή κυρά και κίνησε να πάει στην πολιτεία.
- Θα πάω στο παλάτι, συλλογιζότανε, και θα πω στον πατέρα μου και στη μάνα μου πως η νεράιδα μ' έκανε άσχημη και καμπούρα στο δάσος. Θα τους πω κι άλλα πράγματα από τον καιρό που ήμουνα μικρή, θα τους φανερώσω όλα τα κατατόπια του παλατιού,* θα τους ιστορήσω ένα - ένα τα φορέματα και τα χρυσαφικά μου κι αυτοί στο τέλος θα καταλάβουν πως είμαι η θυγατέρα τους. Όσο για τους άλλους δε με νοιάζει, ας με περιγελούν.
Περπάτησε λοιπόν κάμποσες μέρες, ώσπου έφτασε στην πολιτεία κι από κει τράβηξε στο παλάτι τους. Και μόλις έφτασε εκεί, είπε δειλά-δειλά στο φρουρό:
- Κάνε μου τη χάρη, παλικάρι μου, κι άφησε με να περάσω. Μα ο φρουρός, μόλις την κοίταξε, φώναξε δυνατά:
- Η βασιλοπούλα! Η βασιλοπούλα βρέθηκε! Κι άνοιξε διάπλατα την πόρτα.
Η βασιλοπούλα τα 'χασε. — Πώς με γνώρισες; του είπε.
«-Αμή πώς να μη σε γνωρίσω, βασιλοπούλα μου; που είμαι τόσα χρόνια στο παλάτι; απάντησε αυτός.
Η βασιλοπούλα πέρασε μέσα κι ανέβηκε πρώτα στην κάμαρά της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της. Και τι να δει! Το πρόσωπο της έλαμπε από ομορφιά και τα ξανθά μαλλιά της έπεφταν σε δυο βαριές πλεξίδες. Κι ήταν ντυμένη στα μετάξια και στολισμένη με διαμαντικά, ήταν η ίδια η βασιλοπούλα, που πήγε τότε στο δάσος να κόψει το χρυσό λουλούδι και να στολίσει τα μαλλιά της για το χορό.
Η βασιλοπούλα κοιταζόταν στον καθρέφτη και νόμιζε πως έβλεπε όνειρο! Όταν όμως κοίταξε τα κάτασπρα κι απαλά χεράκια της, με τα βαμμένα νύχια, πίστεψε πως είχε ξαναπάρει την αληθινή της μορφή κι έτρεξε ολόχαρη στη μάνα της και στον πατέρα της.
Σε λίγο το παλάτι ήταν ανάστατο, όλοι φώναζαν πως ξαναγύρισε η βασιλοπούλα, που τη νόμιζαν χαμένη, κι ο βασιλιάς κι η βασίλισσα έκλαιγαν κι αγκάλιαζαν τη θυγατέρα τους και τη φιλούσαν. Δεν τη ρώτησαν όμως ούτε τι έγινε, ούτε η βασιλοπούλα τους είπε. Και πέρασαν όλη την ημέρα μέσα σε χαρές, ώσπου νύχτωσε.
Την άλλη μέρα το πρωί η βασιλοπούλα σηκώθηκε πριν βγει ο ήλιος, πλύθηκε και χτενίστηκε και φόρεσε ένα φόρεμα απλό, χωρίς κανένα στολίδι. Κι όταν οι σκλάβες της έτρεξαν να τη ντύσουν και να τη χτενίσουν, τη βρήκαν έτοιμη.
- Πηγαίνετε, τους είπε, να μου φέρετε ένα χρυσικό.
Οι σκλάβες έφυγαν κι είπαν η μια στην άλλη:
- Καινούργια χρυσαφικά θέλει η βασιλοπούλα μας, δεν τη φτάνουν όσα έχει.
Σε λίγο όμως που ήρθε ο χρυσικός, η βασιλοπούλα σώριασε μπροστά του όλα της τα χρυσαφικά και τα διαμαντικά και του είπε:
- Κοίταξε τα και πες μου πόσο αξίζουν, γιατί θέλω να τα πουλήσω και να τα κάνω φλουριά!
Ο χρυσικός τα κοίταξε και της είπε πόσα φλουριά αξίζουν κι η βασιλοπούλα του τα πούλησε. Έβαλε τότε τα φλουριά στην κασέλα της κι ύστερα κάλεσε το βεζίρη:
-Βεζίρη μου, του είπε, θα πας να μάθεις ποιοι είναι οι φτωχοί και οι άρρωστοι στην πολιτεία και θα 'ρθεις να μου πεις.
Ο βεζίρης παραξενεύτηκε, έκανε όμως την προσταγή της βασιλοπούλας. Κι αυτή πήρε τα φλουριά από την κασέλα της, μπήκε σ' ένα ταπεινό αμάξι μαζί με τη βάγια της, πήγε σ' όλους τους φτωχούς και τους άρρωστους κι όταν γύρισε, δεν της είχε μείνει κανένα φλουρί. Εκείνη τη βραδιά δε μπόρεσε να κοιμηθεί από τη χαρά της.
Την άλλη μέρα πρόσταξε κι έφεραν πανιά και γνέματα κι αργαλειούς σε μια μεγάλη κάμαρα του παλατιού και μάζεψε εκεί όλες τις σκλάβες της.
- Ελάτε, τους είπε, να φτιάσουμε χίλιες φορεσιές κι όταν σωθούν αυτές να φτιάσουμε άλλες χίλιες.
- Τι θα τις κάνεις, βασιλοπούλα μου; ρώτησε η βάγια της παραξενεμένη.
- Θα δεις, της αποκρίθηκε η βασιλοπούλα.
Κι έπιασε κι έκοβε κι αυτή κι έραβε και ύφαινε στον αργαλειό, σαν την πιο φτωχή κοπέλα κι η μάνα της, η βασίλισσα, την έβλεπε κι έκλαιγε από τη χαρά της.
Κι από τότε που γύρισε η βασιλοπούλα στο παλάτι, δεν ξαναφόρεσε χρυσές φορεσιές και διαμαντικά, ούτε άνθρωπο μάλωσε, ούτε περιγέλασε μα καλομιλούσε σ' όλους, και στους πιο ταπεινούς.
Κι όπου άκουγε φτωχό, έτρεχε και τον ελεούσε, κι όπου άκουγε άρρωστο έτρεχε και τον παρηγορούσε, γιατί είχε μάθει πως τα πιο ατίμητα πράγματα σ' αυτή τη γη, είναι ο κόπος κι ο πόνος του ανθρώπου.
Κι όλοι στο παλάτι άρχισαν να την αγαπούν και σ' όλη την πολιτεία και τ' όνομά της απλώθηκε σιγά - σιγά έξω από τη χώρα του βασιλιά. Κι ένα ξακουστό βασιλόπουλο ήρθε και την πήρε γυναίκα και πέρασαν αγαπημένα όλη τους τη ζωή.






































































Ανώνυμος

Ανώνυμος

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Από το Blogger.