Breaking News
recent

Ο ΓΕΛΑΣΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΙΟΛΙ ΤΟΥ παραμυθι





Μια φορά κι εναν καιρό ζουσαν σε μια όμορφη πολιτεία ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα κι είχαν μια κόρη μονάκριθη, όμορφη και καλή. Η πολιτεία ήταν μεγάλη και πλούσια, ο βασιλιάς όμως δεν ήταν ευτυχισμένος, γιατί είχε τρία μεγάλα βάσανα. Το πρώτο ήταν η κόρη του, που δεν ήθελε να παντρευτεί κανένα από τα πριγκιπόπουλα και τ' αρχοντόπουλα της χώρας τους κι ο κακομοί­ρης ο βασιλιάς ήταν να σκάσει.


« Κόρη μου, της έλεγε, πρέπει ν' αποφασίσεις να παντρευτείς, για να 'χω κι εγώ το κεφάλι μου ήσυχο. Γιατί μεθαύριο που θα κλείσω τα μάτια μου, πού θ' αφήσω το θρόνο; Σε μια κοπέλα ανύπαντρη; Δε στέκει, γιατί ούτε τη γνώμη του άντρα μπορεί να 'χει, ούτε τη δύνα­μη. Παντρέψου και πάρε όποιον θέλεις, ας είναι και ταπεινός και φτωχός».
Η βασιλοπούλα όμως δεν άκουγε τίποτα.
Το δεύτερο βάσανο του βασιλιά ήταν ένας ληστής, που κρυβότα­νε με τους ανθρώπους του στα δάση και λήστευε τους περαστικούς, κατέβαινε στα χωριά κι άρπαζε σιτάρια και λάδια και πρόβατα, έμ­παινε στην πολιτεία κι άνοιγε σπίτια και μαγαζιά κι έπαιρνε ό,τι λε­φτά και χρυσαφικά εύρισκε.
Οι στρατιώτες του βασιλιά έκαναν ό,τι μπορούσαν για να πιάσουν τον αρχηγό και τους ληστές που έσερνε μαζί του, μ' αυτοί ήσαν τετραπέρατοι και κρύβονταν βαθιά στα δάση και στα βουνά, όταν Τους άκουγαν. Κι όταν μάθαιναν πως ο στρατός γύρισε πίσω στην πολιτεία, κατέβαιναν τις νύχτες κι ερήμωναν τη χώρα.
Το τρίτο βάσανο του βασιλιά ήταν ένας μεγάλος άρχοντας, γείτο- νάς του, που είχε μεγαλύτερη χώρα και περισσότερο στρατό. Κι αυ­τός ο άρχοντας λογάριαζε, χρόνια τώρα, να μπει στην πολιτεία του βασιλιά να πάρει το θρόνο του κι όλη του τη χώρα. Ο κακομοίρης ο βασιλιάς το 'ξερε, μα τι μπορούσε να κάνει;

 Ό,τι και να 'κάνε, δε μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τον άρχοντα, γιατί όπου αυτός είχε ένα στρατιώτη, ο άρχοντας είχε δέκα.

  •       Αχ, είπε μια μέρα στο βεζύρη του, αν δεν είχα αυτά τα τρία βά­σανα, τι ευτυχισμένος που θα 'μουνα.

  •       Ξέρεις τι να κάνεις, βασιλιά μου; είπε ο βεζύρης. Να βάλεις ντελάληδες να διαλαλήσουν σ' όλη τη χώρα πως θέλεις να κάνεις το στρατό σου περισσότερο κι όσα παλικάρια θέλουν, να 'ρθουν στην πολιτεία να γίνουν στρατιώτες, να ντύνονται και να τρώνε χάρισμα και να πληρώνονται καλά. Θα δεις τότε να τρέξουν πολλοί κι ο στρα­τός σου μπορεί να γίνει πέντε κι έξι φορές μεγαλύτερος. Και πού ξέ­ρεις καμιά φορά, ένας μικρότερος στρατός μπορεί να νικήσει το με­γάλο.

  •       Θα κάνω όπως μου λες, είπε ο βασιλιάς, μια και τίποτα καλύτε­ρο δεν έχω.

Κι έβαλε ντελάληδες και διαλάλησαν σ' όλη τη χώρα το μήνυμα του βασιλιά. Κι απ' όλη τη χώρα έτρεξαν παλικάρια στην πολιτεία για να γίνουν στρατιώτες του βασιλιά, να ντύνονται και να τρώνε χάρισμα και να πληρώνονται καλά.
Σ' ένα μικρό σπιτάκι, έξω από την πολιτεία, ζούσαν τότε ένας άν­τρας και μια γυναίκα κι είχαν ένα γιο που τον έλεγαν Γελαστό γιατί γελούσε πολύ κι ήταν πάντα χαρούμενος. Όσο όμως ο Γελαστός γε­λούσε, τόσο η μάνα του έκλαιγε κι όσο χαρούμενος ήταν αυτός τόσο λυπημένος ο πατέρας του.
Κι είχαν δίκιο οι άνθρωποι να 'ναι λυπημένοι, γιατί ο Γελαστός κόντευε είκοσι χρόνων και δουλειά δεν είχε πιάσει στα χέρια του, πα­ρά καθόταν στο πεζούλι της αυλής κι έπαιζε το βιολί του. Αυτό το βιολί του το 'χε χαρίσει ένας στρατοκόπος περαστικός και του 'χε δείξει πώς να το παίζει. Κι από τότε το παλικάρι το 'παίζε μέρα και νύχτα,, έπαιζε ό,τι τραγούδια άκουγε, κι έπαιζε και δικούς του σκοπούς, που έβγαζε από την καρδιά του. Σκοπούς λυπημένους και χαρούμενους, τρελούς και μελαγχολικούς, τραγούδια της χαράς και της άνοιξης, και τραγούδια της πίκρας.

  • Μα τα τραγούδια δεν έβγαζαν λεφτά κι ο πατέρας του κι η μάνα του ίσα - ίσα τα κατάφερναν να βγάζουν το ψωμάκι τους και περίμε- ναν να μεγαλώσει ο γιος τους και να πιάσει δουλειά, για να ξανασά- νουν. Μα εκείνος είχε το νου του στο βιολί του, για την κακιά τους τύχη.

  •       Αχ, παιδάκι μου, του 'λεγε η μάνα του, παράτα το πια αυτό το βιολί και κάνε μια δουλειά να ζήσεις και συ, όπως ο άλλος κόσμος. Μπορούμε γέροι άνθρωποι, να σε ταΐζουμε;

  •       Τεμπέλη, άμυαλε! φώναξε κι ο πατέρας του, θα το χτυπήσεις το κεφάλι σου, μα θα 'ναι αργά. Σα πεθάνουμε τι θα γίνεις; ζητιάνος, να χτυπάς στις πόρτες του κόσμου;

  •       Σταματάτε πια! έλεγε ο Γελαστός. Θα με κάνετε να ξεχάσω τον καινούργιο σκοπό που βρήκα... ναι, έτσι είναι... ακούστε τον.

Κι άρχιζε κι έπαιζε το αναθεματισμένο το βιολί.

  • Όπου μια μέρα πέρασε ο ντελάλης του βασιλιά και κάλεσε όσα παλικάρια θέλουν να πάνε στρατιώτες.

  •       Δεν πας και συ; του είπε ο πατέρας του.

  •       Ακούσε, πατέρα μου, είπε ο Γελαστός, βλέπω πως με βαρεθήκατε. Παίρνω λοιπόν το βιολί μου και φεύγω κι άμα καζαντήσω, θα 'ρθω να σας δω.

  •       Όποτε καζαντήσεις εσύ, γράφτο μου! είπε ο πατέρας του.

Ο Γελαστός έφυγε και περπάτησε όλη την ημέρα, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Σα νύχτωσε, έφθασε μπροστά σ' ένα μεγάλο και πυκνό δάσος και κάθησε πάνω σε μια πέτρα να ξεκουραστεί. Η νύχτα ήταν ζεστή και ήσυχη, το φεγγάρι έφεγγε στον ουρανό και τα δέντρα και τα κλαδιά σκορπούσαν γύρω τους της μοσχοβολιά τους. Η καρδιά του Γελαστού συγκινήθηκε, σήκωσε το βιολί του κι άρχισε να παίζει. Κι ο σκοπός ήταν τόσο όμορφος κι οι δοξαριές τόσο γλυκιές, που τα πουλάκια ξύπνησαν στις φωλιές τους, άνοιξαν τα ματάκια τους και άκουγαν. Μέσα σ' εκείνο, λοιπόν, το δάσος ήταν οι ληστές κι ετοιμά­ζονταν να κατεβούν σε χωριά ν' αρπάξουν καρπούς και ζωντανά κι ό,τι άλλο εύρισκαν ακόμα. 'Εξαφνα μέσα στη σιγαλιά αντήχησαν οι ή­χοι του βιολιού κι οι ληστές στάθηκαν σαστισμένοι.


«Τρέξε να δεις ποιος παίζει» πρόσταξε σ' ένα τους ο αρχηγός.
Ο ληστής πήγε και κοίταξε κι ύστερα γύρισε κι είπε:
«'Ενα παλικάρι, καπετάνιο, κι έξω από το βιολί του δεν έχει άλλο τίποτα».
Όμως ούτε ο καπετάνιος πρόσεξε τα λόγια του, ούτε οι άλλοι λη­στές. Όλοι τους άκουγαν το βιολί κι ο νους τους ήταν καρφωμένος εκεί. Από τότε που είχαν φύγει από τους ανθρώπους δεν είχαν ξανα­κούσει τέτιο πράγμα και γύριζαν χρόνια και χρόνια στα βουνά.
Κι ο Γελαστός έπαιζε σκοπούς αργούς και γλυκούς και καθένας από τους ληστές θυμήθηκε το σπίτι του, σαν ήταν παιδάκι και τον πατέρα του και τη μάνα του, τ' αδέλφια του και τ' άλλα παιδάκια και τα παιγνίδια που έκαναν μαζί. Θυμήθηκε τις συμβουλές της μάνας του, να γίνει άντρας καλός κι εργατικός, να βοηθάει τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους και να μη κάνει σε κανένα ποτέ κακό. Χίλια πράγματα θυμήθηκε ο κάθε ληστής, γλυκά και μακρινά από το χωριό του και σιγά - σιγά η καρδιά του μαλάκωσε και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Και κάθονταν όλοι εκεί, πάνω στις πέτρες αμίλητοι κι άκου­γαν το βιολί και φούσκωνε η καρδιά τους και τα δάκρυα έτρεχαν πο­τάμι πάνω τους.
Πέρασαν έτσι ώρα πολλή κι ο Γελαστός σταμάτησε κι έπεσε δίπλα να κοιμηθεί κι οι ληστές έμειναν καθένας στη θέση του συλλογισμένοι κι ούτε κατάλαβαν πότε πέρασε η νύχτα κι ήρθε η αυγή.




 
Τότε ο αρχηγός σηκώθηκε κι είπε στους συντρόφους του:

  •       Παιδιά, εγώ μετάνιωσα για τον κακό δρόμο που πήρα κι από σήμερα τον αφήνω.

  •       Κι εμείς! κι εμείς! φώναξαν αμέσως όλοι μαζί οι ληστές.

  •       Ας πάει ένας σας να μου φέρει εδώ το παλικάρι με το βιολί.

Ένας ληστής έτρεξε στην κατηφοριά και σε λίγο ξαναγύρισε μαζί με το Γελαστό, που μόλις είδε τους ληστές χλώμιασε.

  •       Ω, δυστυχία μου, συλλογίστηκε, έφθασε η τελευταία μου ώρα.

  •       Καλόπαιδο, του είπε ο αρχηγός, θα κατάλαβες ποιοι είμαστε.

  •       Σας κατάλαβα, απάντησε ο Γελαστός, με τρεμουλιαστή φωνή, είσαστε οι ληστές.

  •       Μπράβο. Από δω είναι οι σύντροφοί μου κι εγώ είμαι ο αρχηγός τους. Και θέλουμε να σου ζητήσουμε μια χάρη. Να πας στην πολιτεία στο βασιλιά και να του πεις πως μετανιώσαμε για τον κακό δρόμο που πήραμε και θέλουμε από δω και εμπρός να γίνουμε καλοί άν­θρωποι. Τον παρακαλούμε λοιπόν να μας συγχωρήσει και να μας βά­λει στην πολιτεία, σε δουλειές, για να ζήσουμε κι εμείς, σαν τους άλ­λους, με τον κόπο μας και με τον ιδρώτα μας. Κι αν ο βασιλιάς δεχτεί, έλα να μας πάρεις και να μας πας μπροστά του.




  •       Θα κάνω την παραγγελία σου, απάντησε ο Γελαστός κι έφυγε χα­ρούμενος από το δάσος. Την άλλη μέρα έφτασε στην πολιτεία και πήγε στο βασιλιά.

  •       Βασιλιά μου, του είπε, αν θέλεις να συγχωρήσεις τους ληστές και τον αρχηγό τους για ό,τι άρπαξαν μέχρι σήμερα και να τους βρεις δουλειά στην πολιτεία σου, να ζήσουν τίμια από δω κι εμπρός, πέστο μου κι εγώ θα πάω να τους φέρω.

  •       Τι είπες; έκανε ο βασιλιάς. Τρελός είσαι ή παλαβός;...

  •       Ούτε τρελός, ούτε παλαβός, βασιλιά μου. Σου λέω την αλήθεια.

  •       Δε σε πιστεύω, απάντησε ο βασιλιάς.

  •       Πες το ναι κι αύριο το πρωί θα τους δεις και θα πιστέψεις. Και σε συμβουλεύω, βασιλιά μου, να το πεις, γιατί κι εσύ θα ησυχάσεις και ο κόσμος και θα σώσεις και τους ληστές, γιατί να πούμε την αλήθεια, άνθρωπο μέχρι τώρα δεν πείραξαν.

  •       Το λέω το ναι μ' όλη μου την καρδιά! φώναξε ο βασιλιάς. Πήγαινε και πες τους πως αν μετάνιωσαν αληθινά, θα τους βάλω σε δουλειές και δε θα 'χουν παράπονο κανένα.

Ο Γελαστός έφυγε και την άλλη μέρα παρουσιάστηκε στο βασιλιά και πίσω του οι ληστές με τον αρχηγό τους.
Ο βασιλιάς τα 'χάσε κι οι παλατιανοί κι όλη η πολιτεία με την α­ξιοσύνη του παλικαριού, που κατάφερε να κάνει μόνος του ό,τι δε μπόρεσε τόσον καιρό ολόκληρος στρατός.
Και χάρηκαν που γλίτωσαν από τους ληστές κι ο βασιλιάς τους έβαλε σε δουλειές κι άρχισαν κι αυτοί να ζουν όπως όλος ο κόσμος.

  •       Πώς το κατάφερες, βρε παιδάκι μου, αυτό το πράγμα; ρώτησε τον Γελαστό ο βασιλιάς που έλαμπε από χαρά.

  •       Α, βασιλιά μου, απάντησε ο Γελαστός, αυτό είναι το μυστικό μου. Ο βασιλιάς του 'δώσε ένα σακούλι φλουριά·κι ο Γελαστός τα πήγε στη μάνα του και στον πατέρα του.

  •       Πάρτε τα, τους είπε, να 'χετε να περνάτε και να μη δουλεύετε.

  •       Δεν ανοίγεις καλύτερα ένα μαγαζί; είπε ο πατέρας του.

  •       Και να 'μαι κλεισμένος όλη την ημέρα; απάντησε ο Γελαστός. Ας λείπει.

Πέρασε καιρός. Ο Γελαστός έπαιζε σαν πρώτα μέρα - νύχτα το βιολί του κι ο πατέρας του κουνούσε το κεφάλι του.
«Τεμπέλικο παιδί έκανα» έλεγε. Κρίμα!
Όπου μια μέρα μαθεύτηκε το νέο πως ο μεγάλος άρχοντας, ο γείτονάς τους, τους κήρυξε τον πόλεμο και μάζεψε αμέτρητο στρατό, που ερχόταν κιόλας κατά την πολιτεία.
Ο βασιλιάς κι οι στρατηγοί του ταράχτηκαν, γιατί ήξεραν πως όσο παλικαρίσια να πολεμούσαν, δε θα τα 'βγαζαν πέρα με τον εχθρό.

Τι να κάνουν όμως; μάζεψαν γρήγορα - γρήγορα το στρατό τους και κίνησαν έξω από την πολιτεία για να τον απαντήσουν. Σα νύχτωσε, στάθηκαν. Κι είδαν πως ο στρατός του άρχοντα είχε φτάσει αντίκρυ, στον κάμπο, κι είχε σταθεί.
«Περιμένουν να ξημερώσει, είπε ο βασιλιάς. Αύριο με την αυγή, θα αρχίσει ο πόλεμος».
Και μπήκε λυπημένος στη σκηνή του, μαζί με όλους τους στρατη­γούς κι άρχισαν να λένε τι να κάνουν και πώς θα κάνουν, όλοι τους όμως ήσαν χλωμοί κι απελπισμένοι.
Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα ένας φρουρός κι είπε στο βασιλιά:

  •       Βασιλιά μου; έξω είναι το παλικάρι που έπιασε τους ληστές και θέλει να σου μιλήσει.

  •       Ας έρθει μέσα! είπε ο βασιλιάς. Τι να θέλει τάχα;

  •       Σε λίγο μπήκε μέσα στη σκηνή ο Γελαστός.

  •       Βασιλιά μου, ήρθα να σου πω να μη στενοχωριέσαι παρά να πέ­σεις ξένοιαστος να κοιμηθείς, είπε.

  •       Πώς, φώναξε ο βασιλιάς, να μη στενοχωριέμαι, που αύριο τέτια ώρα όλοι μας θα 'μαστέ σκλάβοι του εχθρού κι η χώρα μας θα 'ναι στα χέρια του;

  •       Αύριο τέτοια ώρα θα' σαι στο παλάτι σου, βασιλιά, και θα γλεντάς και συ κι όλη η χώρα μας.

  •       Δε σε πιστεύω, απάντησε ο βασιλιάς.

  •       Αύριο θα το δεις και θα το πιστέψεις.

  •       Κι ο Γελαστός προσκύνησε πάλι το βασιλιά και βγήκε έξω.

Σα βγήκε, έσκυψε και πήρε το βιολί του, που το' χε αφήσει δίπλα στη σκηνή κι άρχισε να περπατάει σιγά - σιγά μέσα στη νύχτα.
Περπάτησε - περπάτησε κάμποσο, πέρασε το στρατόπεδό τους και σε κάμποση ώρα έφτασε ανάμεσα στους στρατιώτες του εχθρού κι ανέβηκε σ' ένα δέντρο. Το σκοτάδι ήταν βαθύ και δεν τον είδε κανέ­νας.
Μόλις κάθησε στο δέντρο ο Γελαστός, άρχισε να παίζει το βιολί του κι ο γλυκός κι αργόσυρτος σκοπός σκορπίστηκε στη σιγαλιά.
«Τι όμορφος σκοπός, είπαν οι στρατιώτες, ποιος να τον παίζει;»
Κι άκουαν μαγεμένοι το βιολί. Κι ο Γελαστός έπαιξε το τραγούδι της Χαράς και το τραγούδι της Άνοιξης κι άλλους χαρούμενους σκο­πούς. Και καθένας από τους στρατιώτες που τους άκουγε θυμήθηκε τη γυναίκα του, και τα μικρά παιδιά του, θυμήθηκε το σπίτι του, τον κήπο του, που άνθιζαν λουλούδια, το χωράφι του που καλάμωναν και στάχυαζαν τα σπαρτά, το αμπέλι του που έβγαζε σταφύλια, τα δέντρα του ττου έδεναν καρπούς, τ' αρνάκια και τα κατσικάκια που έβοσκαν στον ήλιο.
Και το βιολί έπαιζε και καθένας συλλογιζόταν:
«Τι καλά να βρισκόμουνα τώρα στο σπίτι μου και στο χωριό μου!»
Κι η επιθυμία του, όσο άκουγε τους σκοπούς, γινόταν όλο και πιο μεγάλη.


Ο Γελαστός έπαιζε όλη τη νύχτα το βιολί του και σαν άρχιζαν τα σκοτάδια να φεύγουν, κατέβηκε από το δέντρο του, γύρισε στο στρα­τόπεδό τους και πήγε και κάθησε έξω από τη σκηνή του βασιλιά. Δεν είχε ξημερώσει καλά - καλά που ο βασιλιάς με τους στρατηγούς του βγήκαν έξω από τη σκηνή, για να βάλουν το στρατό όπως έπρεπε να 'ναι έτοιμος για τη μάχη.
«Μη βιάζεσαι, βασιλιά μου! «του είπε τότε ο Γελαστός.
Μα ο βασιλιάς δεν είχε όρεξη να του αποκριθεί και προχώρησε χλωμός και λυπημένος.
Ο στρατός πήρε σε λίγο τη θέση του και περίμενε τον εχθρό. Η ώρα όμως περνούσε κι ο εχθρός δε φαινόταν. Δε φαινόταν τίποτα αν­τίκρυ στο στρατόπεδο, έξω από τις σκηνές. Κι ο ήλιος ανέβηκε στον ουρανό, κόντευε μεσημέρι κι ούτε ψυχή δε φαινόταν.
Ο βασιλιάς τότε πρόσταξε ένα στρατιώτη να πάει στο στρατόπε­δο του εχθρού και να δει τι γινόταν. Κι ο στρατιώτης πήγε και γύρισε κι είπε:

  •       Βασιλιά μου, όλοι οι στρατιώτες έφυγαν χτες τη νύχτα και γύρι­σαν στα σπίτια τους. Έφυγαν ένας - ένας κρυφά. Τ' άκουσα που το 'λεγαν ο άρχοντας με τους στρατηγούς του, στη σκηνή του. Αυτοί μο­νάχα έχουν μείνει και περιμένουν να νυχτώσει για να φύγουν, γιατί ντρέπονται να φύγουν μέρα.

  •       Δε στο 'λεγα, βασιλιά μου, είπε τότε ο Γελαστός. Πίστεψες τώρα ή δεν πίστεψες;

Ο βασιλιάς από τη χαρά του αγκάλιασε και φίλησε το Γελαστό.

  •       Μα πώς τα κατάφερες, παιδάκι μου; τον ρώτησε.

  •       Α βασιλιά μου, αποκρίθηκε ο Γελαστός, αυτό είναι το μυστικό μου.

Στρατός και βασιλιάς γύρισαν τότε στην πολιτεία κι ο κόσμος τους υποδέχτηκε χαρούμενος. Κι ο βασιλιάς έδωσε στον Γελαστό δέκα σακούλια φλουριά.
Το παλικάρι τα πήρε και πήγε στον πατέρα του και στη μάνα του.
«Πάρτε τα, τους είπε, να 'χετε να περνάτε. Αλλά να μη με ξαναπεί  τε τεμπέλη. Γιατί εμένα μπορεί να μη δουλεύουν τα χέρια μου, δου­λεύει όμως το μυαλό μου».
Πέρασε πάλι καιρός, και μια μέρα, εκεί ο Γελαστός καθόταν στο πεζούλι της αυλής τους κι έπαιζε το βιολί του, βλέπει να μπαίνει μέσα ένα καβαλάρης.

  •       Γελαστέ, του λέει, μ' έστειλε ο βασιλιάς να σε πάρω στο παλάτι, που σε θέλει.

  •       Πάμε, είπε ο Γελαστός.

Σε λίγο έφτασαν στο παλάτι κι ένας φρουρός τον οδήγησε στο βα­σιλιά.

  •       Παιδί μου, του είπε ο βασιλιάς, σου χρωστώ μεγάλη χάρη για ό,τι έκανες ως τώρα για τη χώρα μας, τους ανθρώπους της και για μένα. Μου 'κάνες μεγάλο καλό, παλικάρι μου. Με γλίτωσες από δυο μεγάλα βάσανα, που τα συλλογιζόμουνα μέρα και νύχτα και δε μπορούσα να ησυχάσω.

Έχω όμως κι ένα τρίτο βάσανο. Σε κάλεσα, λοιπόν, μην τύχει και βρεις κανένα τρόπο να με γλιτώσεις κι από αυτό. Είσαι έξυ­πνος πολύ και μπορεί να το
καταφέρεις.

  •       Ποιο είναι το τρίτο βάσανο, βασιλιά μου; ρώτησε ο Γελαστός.

  •       Η κόρη μου, απάντησε ο βασιλιάς, που δε θέλει να παντρευτεί. Κι αν κλείσω καμιά μέρα τα μάτια τι θα γίνει, καταμόναχη; Το συλλογί­ζομαι και δεν κλείνω μάτι τη νύχτα από τη στενοχώρια μου.

  •       Ο Γελαστός γέλασε με την καρδιά του.

  •       Αυτό σε στενοχωρεί, βασιλιά μου; είπε. Μ' αυτό δεν είναι τίποτα. Θέλεις αύριο τέτοια ώρα να 'ναι κιόλας αρραβωνιασμένη;

  •       Αχ! δεν την ξέρεις την κόρη μου, παλικάρι μου, είπε ο βασιλιάς. Ούτε κανένας της αρέσει, ούτε για γάμο θέλει ν' ακούσει. Μακάρι να παντρευότανε κι ας έπαιρνε και ζητιάνο ακόμα.

  •       Ε! όχι και ζητιάνο. Είσαι ευχαριστημένος, βασιλιά μου, να πάρει ένα έξυπνο και τίμιο παιδί κι ας είναι ταπεινό και φτωχό;

  •       Είμαι, απάντησε ο βασιλιάς, της το λέω κάθε μέρα.

  •       Τότε, βασιλιά μου, ετοιμάσου για τους αρραβώνες της, είπε ο Γε­λαστός κι έφυγε από το παλάτι.

Πήγε στο σπίτι του και περίμενε να νυχτώσει και το φεγγάρι ν' α­νέβει στον ουρανό και τότε πήρε το βιολί του, και πήγε στον κήπο του παλατιού.

 Εκεί ρώτησε ποια ήταν η κάμαρα της βασιλοπούλας κι όταν την είδε, πήγε κάτω από τα παράθυρά της, κι άρχισε να παίζει. Η βασιλοπούλα δεν είχε ακόμα κοιμηθεί. Κι όταν άκουσε το βιολί, είπε μέσα της:
«Τι όμορφα που παίζει αυτός ο βιολιστής. Τι όμορφα!»
Σιγά - σιγά όμως οι ήχοι που ανέβαιναν απαλά, στην ησυχία της νύχτας, τη μάγεψαν και βγήκε στο παράθυρό της. Κι ο Γελαστός που ήταν κρυμένος μέσα στα κλαδιά, την είδε στο φως του φεγγαριού. Κι η βασιλοπούλα ήταν τόσο όμορφη, και τόσο γλυκιά που το παιδί μα­γεύτηκε κι αυτό κι άρχισε να παίζει ένα σκοπό που δεν τον είχε ποτέ του άλλοτε ξαναπαίξει. Γιατί τον έβγαζε μέσα από την καρδιά του τότε για πρώτη φορά. Κι ο Γελαστός έπαιζε ώρα πολλή κι η βασιλο­πούλα άκουγε στο παράθυρό της, ώσπου η νύχτα πέρασε κι η μέρα άρχισε να φέγγει.
Τότε η βασιλοπούλα μπήκε μέσα στην κάμαρα και κάθησε σε μια καρέκλα συλλογισμένη ώσπου ο ήλιος ανέβηκε ψηλά στον ουρανό. Σηκώθηκε τότε και πήγε στον πατέρα της το βασιλιά.

  •       Πατέρα μου, του είπε, καιρό τώρα μου λες να παντρευτώ κι αν δε μ' αρέσουν τα πριγκιπόπουλα και τ' αρχοντόπουλα της χώρας, ας πάρω φτωχό και ταπεινό, έτσι δε μου 'πες;

  •       Έτσι σου 'πα, κόρη μου, και στο λέω και τώρα, απάντησε ο βασι­λιάς.

 

  •       Λοιπόν, πατέρα μου, αν θέλεις να μου δώσεις το βιολιστή πού 'παίζε χτες τη νύχτα το βιολί του στον κήπο του παλατιού, τον παίρ­νω.

  •       Πρέπει να δούμε πρώτα ποιος ήταν, είπε ο βασιλιάς.

  •       Μπορεί να 'ναι ακόμα εκεί, είπε η βασιλοπούλα. Στείλε να δεις.

Μα ο βασιλιάς δεν έστειλε κανένα. Κατέβηκε μόνος του στον κήπο και βρήκε κάτω από τα παράθυρα της βασιλοπούλας να κάθεται κρυμένος στα κλαδιά ο Γελαστός με το βιολί του.
Ο βασιλιάς τον κοίταξε και γέλασε με την καρδιά του. Κι ύστερα αγκάλιασε το Γελαστό και τον φίλησε.

  •       Α, δεν ξέρεις πόσο είμαι ευχαριστημένος, παιδί μου, είπε.

Ο Γελαστός γέλασε κι αυτός με τη σειρά του.

  •       Τι λες, τώρα, βασιλιά μου, ρώτησε. Πιστεύεις ό,τι σου είπα χτές ή δεν πιστεύεις;

  •       Πιστεύω παιδί μου, απάντησε ο βασιλίας, και πάω να ετοιμαστώ για τους αρραβώνες. Καλύτερο γαμπρό δεν ήθελα.






                                          

«50 Νέα παραμύθια» Πιπίνας Τσιμικάλη
Εκδόσεις Αστήρ

Unknown

Unknown

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Από το Blogger.