Breaking News
recent

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΚΡΙΝΟΥ ΝΗΣΙΟΥ παραμυθι



ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΨΑΡΑΣ Κ' ΈΙΧΕ ΈΝΑ γιο όμορφο και καλό παλικάρι, που τον έλεγαν Θαλασσινό.


Μια μέρα ο Θαλασσινός είχε πάει μαζί με τον πατέρα του για ψάρεμα και ψάρευαν όλη την ημέρα, μα δεν έπιασαν τίποτα, ούτε το πιο μικρό ψαράκι.
Πρώτη φορά μου τυχαίνει τέτιο πράγμα! είπε στενοχωρημένος ο ψαράς. Ας ξαναρίξουμε ακόμα μια φορά το δίχτυ μας, πριν γυρίσου­με στο λιμανάκι.
Έριξαν τότε το δίχτυ τους ακόμα μια φορά κι όταν το τράβηξαν, βρήκαν μέσα μονάχα μια μικρή σουπιά.
Ο ψαράς κούνησε το κεφάλι του, πήρε τη σουπιά και την πέταξε στο πανέρι.
"Τράβα, Θαλασσινέ, να βγούμε, είπε. Δεν έχουμε τύχη σήμερα".
Τότε άκουσαν μια ψιλή φωνή μέσα από το πανέρι, να λέει:
"Αχ, καλέ μου άνθρωπε, ρίξε με πάλι στη θάλασσα, να πάω στη μάνα μου, που θα με περιμένει. Είμαι τόσο μικρή, που δε βγάζω ούτε μια μπουκιά φαΐ. Να χαρείς ό,τι αγαπάς, ρίξε με στη θάλασσα!"


Όχι! είπε ο ψαράς θυμωμένος, το 'χω για γρουσουζιά να μην πάω ούτε λέπι στο σπίτι μου.

  • Δεν την αφήνεις πατέρα, έκανε ο Θαλασσινός. Καλά σου λέει η κακομοίρα, τι θα καταλάβεις με μια μπουκιά; Ρίξε την στη θάλασσα να βρει τη μάνα της.

  • Αφού το θέλεις εσύ, είπε στο γιο του ο ψαράς, ας γίνει έτσι.

Ο Θαλασσινός πήρε τη σουπιά και την πέταξε στη θάλασσα.
Σε κάμποσες μέρες ο ψαράς είχε μια δουλειά στην πολιτεία κι έ­πρεπε να πάει από το πρωί.
Θα βγω εγώ για ψάρεμα, πατέρα, του είπε ο γιος του, κι έτσι δε θα χάσουμε την ημέρα μας.
Πήρε λοιπόν τη βάρκα και βγήκε στ' ανοιχτά. Όπου εκεί που ψάρευε σηκώθηκε ξαφνικά αέρας δυνατός που σήκωσε κύμα κι άρχι­σε να παρασέρνει τη βάρκα μακριά, στο πέλαγος, με τέτια γρηγορά­δα, που σε λίγη ώρα, ο Θαλασσινός δεν έβλεπε πουθενά στεριά.

Τίποτε δεν μπορώ να κάνω, είπε τότε, ας περιμένω να βραδυάσει.
Ο αέρας όμως δεν έκοψε, παρά έγινε πιο δυνατός, τα κύματα ά­φριζαν άγρια κι η βάρκα ανεβοκατέβαινε πάνω τους σαν καρυδό­τσουφλο. Ο Θαλασσινός έχασε κάθε ελπίδα. Από στιγμή σε στιγμή περίμενε ν' αναποδογυρίσει η βάρκα του και να πνιγεί, η νύχτα όμως πέρασε κι ήταν ακόμα ζωντανός, κι όλη η άλλη μέρα κι η άλλη. Κι η μανιασμένη θάλασσα τον παράσερνε μακριά, όλο και πιο μακριά.
Ώσπου ένα βραδάκι η φουρτούνα έκοψε κι ο Θαλασσινός αποκα­μωμένος, έγειρε να κοιμηθεί. Όταν ξύπνησε κι άνοιξε τα μάτια του, είδε μπροστά του ένα νησί και τη βάρκα του καθισμένη στην αμμου­διά.

Κι όλη η ακρογιαλιά ήταν γεμάτη ανθρώπους ντυμένους τα γιορ­τινά τους και στολισμένους με λουλούδια, να κοιτάζουν το Θαλασσι­νό και να φωνάζουν χαρούμενοι:
Καλώς όρισες, βασιλιά! καλώς όρισες! Ο Θαλασσινός τα 'χασε.
Σε μένα το λένε; συλλογίστηκε. Δε θα 'ναι στα καλά τους.
Και βγήκε από τη βάρκα του και πάτησε στη στεριά. Μόλις πάτη­σε όμως, είδε να τον αρπάζουν στα χέρια του δυο - τρεις άνθρωποι, να τον σηκώνουν ψηλά και να τον πηγαίνουν μέσα στο νησί, κι όλοι οι άλλοι να 'ρχονται πίσω τους και να φωνάζουν:
Καλώς όρισες, βασιλιά! Καλώς όρισες!


Πέρασαν από έναν πεντάμορφο κάμπο, γεμάτο δέντρα φορτω­μένα, λογής - λογής καρπούς, και νερά και λουλούδια, ώσπου έφθα- σαν σ' ένα λόφο όπου ήταν χτισμένη μια θαυμαστή πολιτεία. Οι άν­θρωποι οδήγησαν το Θαλασσινό σ' ένα παλάτι τόσο όμορφο και τό­σο πλούσια στολισμένο, που ο κακομοίρης ο ψαράς τα 'χάσε. Αμέ­σως δυο υπηρέτες ήρθαν και τον πήραν, τον πήγαν στο λουτρό κι ύ­στερα τον έντυσαν με ρούχα βασιλικά και του φόρεσαν μια διαμαν- τένια κορόνα.
Έπειτα τον οδήγησαν σε μια μεγάλη σάλα, όπου ήταν στρωμένο πλούσιο τραπέζι κι όλοι οι άρχοντες της πολιτείας κάθονταν εκεί και τον περίμεναν. Τον έβαλαν να καθήσει στην κορυφή του τραπεζιού, κι οι υπηρέτες άρχισαν να φέρουν πολλά και διαλεχτά φαγητά.

Ο Θαλασσινός νόμιζε πως ονειρευόταν και δεν μπορούσε να βγάλει λέξη από τη σασπσμάρα του. Τότε σηκώθηκε ο βεζύρης κι εί­πε:
Βασιλιά μου, θα σου φαίνονται βέβαια παράξενα όλ' αυτά. Μάθε όμως πως καιρό τώρα είμαστε στο νησί μας χωρίς βασιλιά. Και σήμε­ρα την αυγή μαζευτήκαμε όλοι στην ακροθαλασσιά και παρακαλέσα- με τον Ήλιο που έβγαινε εκείνη την ώρα, να μας στείλει ένα βασιλιά. Σε λιγάκι λοιπόν είδαμε μια βάρκα —μ' έναν άνθρωπο μέσα- να τη σπρώχνει η θάλασσα κατά το νησί. Καταλάβαμε τότε πως σ' έστειλε ο ήλιος και πως είσαι ο βασιλιάς μας. Καλώς όρισες!

Τι να πει ο Θαλασσινός; Πήρε το ποτήρι του κι ήπιε κι έφαγε μα­ζί τους. Κι από τότε κάθησε στο παλάτι, σα βασιλιάς κι άρχισε να κυ­βερνά το νησί. Κι επειδή ήταν έξυπνος και καλόκαρδος, κυβερνούσε με δικαιοσύνη κι οι άνθρωποι έμεναν ευχαριστημένοι κι έλεγαν ο ένας στον άλλο σιγά - σιγά:
"Ποτέ μας δεν είδαμε τέτιον καλό και δίκαιο βασιλιά! Κρίμα!"

Και στο παλάτι τον γέμιζαν με τιμές κι ο βεζύρης κι οι άλλοι παλατιανοί δεν ήξεραν πώς να τον περιποιηθούν.
Πέρασε κάμποσος καιρός. Κι ο κόσμος που αγαπούσε το βασιλιά του, άρχισε σιγά - σιγά να τον κοιτάζει με μάτια λυπημένα. Ο Θαλασ­σινός το πρόσεξε και παραξενεύτηκε.

Περιέργο, είπε μέσα του, όλοι με κοιτάζουν σα να 'ναι να πάθω κανένα κακό!
Μια μέρα λοιπόν κατέβηκε στενοχωρημένος στην ακρογιαλιά, κά­θησε σ' ένα βραχάκι και κοίταζε τη θάλασσα. 

Όπου εκεί που κοίτα­ζε, βλέπει μια σουπιά να βγαίνει από το νερό, να 'ρχεται στα πόδια του και να του λέει:
Με γνωρίζεις ποια είμαι, παλικάρι μου; Ο Θαλασσινός μ' όλη τη στενοχώρια του χαμογέλασε:

  • Σε γνωρίζω, της είπε, είσαι σουπιά.

  • Ναι, μα ποια σουπιά είμαι;

Ο Θαλασσινός γέλασε τώρα για καλά.

  • Αμ που να ξέρω ποια σουπιά είσαι; έκανε.

  • Εγώ όμως σε γνώρισα αμέσως, μόλις σε είδα, είπε η σουπιά. Είσαι ο ψαράς που παρακάλεσε τον πατέρα του να ρίξει πάλι στη θάλασσα τη μικρή σουπιά, που είχε πιάσει στα δίχτυα του. Θυμάσαι; Εγώ εί­μαι η μικρή σουπιά.

Ο Θαλασσινός τα 'χάσε.

  • Αλήθεια; φώναξε. Για δες! Κι έγινες κοτζά μου σουπιά, μπράβο.

  • Θυμάμαι το καλό που μου 'κάνες, κι ήρθα να στο ξεπληρώσω.

  • Πώς να μου το ξεπληρώσεις; είπε ο Θαλασσινός.

  • Μου 'σωσες τη ζωή και θα σου σώσω κι εγώ τη δική σου.

Το παλικάρι παραξενεύτηκε πολύ από τα λόγια της, μα δεν το 'δείξε κι η σουπιά τον κοίταξε κι είπε:
"Θα σου φάνηκε παράξενο, παλικάρι μου, που έγινες ξαφνικά βα­σιλιάς σ' αυτό το νησί. Μάθε όμως πως όσο όμορφο είναι το νησί τό­σο η μοίρα του είναι κακιά κι η μοίρα των βασιλιάδων χειρότερη. Για­τί πριν από χρόνια κυβερνούσε εδώ ένας βασιλιάς που κάποτε δυσα- ρέστησε μια θαλασσινή νεράιδα, σκληρή και περήφανη. Αυτή λοιπόν η νεράιδα οργίστηκε τότε πολύ, και χτύπησε με το βεργάκι της το βα­σιλιά και τον μεταμόρφωσε σε παγώνι. Όταν ανέβηκε ο κατοπινός βασιλιάς στο θρόνο, η νεράιδα τον άφησε να βασιλεόσει ένα χρόνο α­κριβώς και μετά τον χτύπησε με το βεργάκι της και τον έκανε κι αυτόν παγώνι. Από τότε κάθε βασιλιάς κυβερνάει μονάχα ένα χρόνο και στο χρόνο πάνω, η νεράιδα τον μεταμορφώνει σε παγώνι και τον ρίχνει στον κήπο του παλατιού. Αυτό το ξέρουν όλοι στο νησί και γι' αυτό ζητάνε ξένο βασιλιά και γι' αυτό, όταν σε βρήκαν εσένα χάρηκαν. Κι επειδή είσαι καλός και σ' αγάπησαν, τώρα λυπούνται που θα χαθείς."

Ο Θαλασσινός, έγινε χλωμός σαν το κερί.

  • Πόσον καιρό έχω ακόμα να βασιλέψω; είπε.

  • 'Εξι μήνες ακόμα, απάντησε η σουπιά. Αν όμως κάνεις ό,τι σου πω, κι εσύ θα γλιτώσεις κι οι άλλοι οι προηγούμενοι βασιλιάδες.

  • Αλήθεια; φώναξε ο Θαλασσινός. Πες μου τι να κάνω;

Θα πεις στους ψαράδες του νησιού να σου ετοιμάσουν ένα δίχτυ από χρυσή κλωστή κι άμα στο ετοιμάσουν θα το πάρεις και θα μπεις στη βάρκα σου. Κι εγώ θα 'ρθω να σε οδηγήσω πού να το ρίξεις.

Πάω κιόλας, είπε το παλικάρι και σηκώθηκε. Σε λίγο βρήκε τους ψαράδες και τους παράγγειλε να του φτιάσουν ένα δίχτυ με χρυσή κλωστή. Κι όταν του το 'φτιασαν, το πήρε, μπήκε στη βάρκα του κι έπιασε τα κουπιά. Την ίδια στιγμή είδε τη σουπιά δίπλα στη βάρκα και την άκουσε να του λέει:

"Εγώ θα πηγαίνω μπροστά και συ θ' ακολουθείς".
Τράβηξαν έτσι κάμποσο, ώσπου βγήκαν βαθιά, στ' ανοιχτά και σε μια στιγμή η σουπιά σταμάτησε και του είπε:
"Ριξ' εδώ το δίχτυ σου και μέτρησε ως τα χίλια. Κι ύστερα τράβηξέ το με προσοχή".

Ο Θαλασσινός έριξε το δίχτυ του και σε λίγη ώρα το τράβηξε προσεχτικά και το ανέβασε πάνω στη βάρκα. Και μέσα στο δίχτυ ή­ταν ένα μεγάλο κογχύλι ολόχρυσο. Κι η σουπιά ξαναφάνηκε μέσα από το νερό και του είπε:


"Τράβα γρήγορα τα κουπιά και να φθάσεις στην ακρογιαλιά, πάρε το χρυσό κογχυλι και κράτα το καλά στα χέρια σου. Είναι ο μεγαλύτε­ρος θησαυρός της νεράιδας κι όσο το κρατάς, δεν μπορεί να σου κά­νει κακό. Εγώ το 'ξέρα αυτό και της το πήρα και το 'βαλα στο δίχτυ σου, την ώρα που έλειπε, όταν γυρίσει όμως και δεν το βρει στην πόρτα του παλατιού της, θ' αρχίσει να ψάχνει και θα φάει τον κό­σμο, να το βρει, ώσπου θα φθάσει σε σένα. Συ τότε, για να της το δώσεις, θα της ζητήσεις να ξανακάνει πάλι ανθρώπους τα παγώνια που βρίσκονται στον κήπο του παλατιού και ν' αφήσει κάθε βασιλιά να κυβερνάει όσον καιρό είναι γραμμένο από τη μοίρα του. Κι η νε­ράιδα θ' αναγκαστεί να το κάνει, για να μη χάσει το θησαυρό της. Κα­τάλαβες;
Κατάλαβα, είπε ο Θαλασσινός και σ' ευχαριστώ, καλή μου σουπιά. Μου ξεπλήρωσες πολλές φορές το καλό που σου 'κανα γιατί δε σώζεις εμένα μονάχα, αλλά και ένα σωρό δυστυχισμένους ανθρώ­πους".
Και πήρε τα κουπιά κι έλαμνε γρήγορα, ώσπου έφθασε στην α­κροθαλασσιά. Εκεί έδεσε τη βάρκα του, πήρε το κογχύλι στα χέρια του και τράβηξε για το παλάτι.
Δεν είχε φθάσει καλά - καλά στην αυλή του που ακούει μια βουή πίσω του και βλέπει μια νεράιδα πεντάμορφη να 'ρχεται κατά κει και τα γαλάζια της μάτια ν' αστραποβολούν οργισμένα.


  • Το χρυσό μου κογχύλι! του φώναξε. Δώσε μου το πίσω.  

Ο βεζύρης κι οι παλατιανοί άρχοντες κι οι υπηρέτες, άκουσαν τη φωνή της κι έτρεξαν και κοίταζαν φοβισμένοι, γιατί νόμισαν πως κά­ποιο καινούργιο κακό ετοιμάζεται να τους βρει. Κι άνθρωποι είχαν δει τη νεράιδα να βγαίνει στη στεριά και να τρέχει κατά το παλάτι και μα­ζεύονταν πίσω της.

  • Δώσε μου το χρυσό μου κογχύλι! ξαναφώναξε η νεράιδα.

  • Θα στο δώσω, αν και συ μου υποσχεθείς κάτι, είπε αυτός.

  • Tι; ρώτησε η νεράιδα.

  • Να ξαναδώσεις στους ανθρώπους που μεταμόρφωσες σε παγώ­νια την αληθινή τους μορφή και από δω κι εμπρός να μην ξαναπατή- σεις ποτέ στο νησί, εκτός μονάχα αν είναι να κάνεις το καλό. Αν δε θέλεις, δε θα ξαναδείς ποτέ το κογχύλι σου.

Τι να κάνει η νεράιδα; Θέλοντας και μη, δέχτηκε.
Πήγαν τότε όλοι μαζί στον κήπο με τα παγώνια κι η νεράιδα χτύ­πησε καθένα με το βεργάκι της τρεις φορές κι αμέσως κάθε παγώνι γινόταν άνθρωπος με ρούχα βασιλικά και κορώνα στο κεφάλι.

Το τι έγινε τότε δε λέγεται! Όλος ο κόσμος φώναζε από χαρά και πανηγύριζε κι οι βασιλιάδες οι κακόμοιροι έκλαιγαν κι όταν έμαθαν τι έγινε, έτρεχαν στο Θαλασσινό και του φιλούσαν τα χέρια.
Κι όταν η νεράιδα πήρε το κογχυλι της κι έφυγε, έγινε τέτια γιορτή και τέτιο γλέντι στο νησί, όπως ποτέ άλλοτε, από τον καιρό που βρέ­θηκε έξω από τη θάλασσα και κατοικήθηκε από ανθρώπους. Κι όλοι μιλούσαν για το Θαλασσινό κι έλεγαν:
Αυτός πρέπει να μείνει βασιλιάς μας παντοτεινός. Ο Θαλασσινός όμως δε δέχτηκε.

 "Σας ευχαριστώ πολύ, είπε, αλλά θέλω να γυρίσω στην πατρίδα μου, στο γέρο πατέρα μου, που θα νομίζει πως πνίγηκα και θα βρί­σκεται σε μαύρη απελπισία".                     
"Αύριο λοιπόν θα πάρω τη βαρκούλα μου και θα φύγω, να ψαρεύω πάλι όπως πρωτύτερα και κάπου - κάπου θα 'ρχομαι στο νησί να σας βλέπω, τώρα που σας γνώρισα και σας αγάπησα".

Κι αληθινά, την άλλη μέρα, την αυγή, ο Θαλασσινός κατέβηκε στην ακροθαλασσιά, όπου είχε αφήσει τη βάρκα του. Βρήκε τότε εκεί όλους τους ανθρώπους του νησιού μαζεμένους, όπως τότε που είχε φτάσει, σπρωγμένος από την τρικυμία. Κι οι άνθρωποι τον αποχαι­ρέτησαν με δάκρυα στα μάτια και τον ευχαρίστησαν και φόρτωσαν τη βάρκα του με διαμάντια και μαργαριτάρια, όσα μπορούσε να ση­κώσει.
Ο Θαλασσινός μπήκε στη βάρκα του κι έπιασε τα κουπιά και σε κάμποσες μέρες έφτασε έξω από το σπιτάκι τους.
Ο πατέρας του, που τον νόμιζε για χαμένο, δεν πίστευε στα μάτια του, όταν τον είδε. Κι από γεροντάκι σκυφτό και λυπημένο που ήταν, ξανάγινε πάλι ο παλιός ψαράς, δυνάμωσε και ξανάνιωσε και έζήσε πάλι ευτυχισμένος με το γιο του.

Unknown

Unknown

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Από το Blogger.