Breaking News
recent

Η ξενύχτισσα. Γιουγκοσλάβικο Παραμύθι



 Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε μια πολύ όμορφη κόρη. Μ’ αυτό το κορίτσι όμως συνέβαινε κάτι το περίεργο: Κάθε νύχτα χαλούσε ένα φόρεμα κι ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια χωρίς να φαίνεται ότι βγαίνει από το δωμάτιό της.

Ο βασιλιάς στενοχωριόταν πολύ μ’ αυτό κι όλο ρωτούσε τις υπηρέτριες να μάθει μήπως έβγαινε τη νύχτα έξω η κόρη του και γι’ αυτό χαλούσε ρούχα και παπούτσια. Οι υπηρέτες όμως το βεβαίωσαν πως δεν έβγαινε. Εκείνος τότε για να ξεκαθαρίσει το ζήτημα, διέταξε να βάλουν έξω απ’ το δωμάτιο της κόρης του σκοπό που θα φύλαγε όλη νύχτα για να δει μήπως η βασιλοπούλα βγαίνει έξω.
Κι αυτό όμως δεν ωφέλησε σε τίποτε. Ο σκοπός δεν την έβλεπε να βγαίνει, ενώ κάθε πρωί τα φορέμα­τα και τα παπούτσια ήταν χαλασμένα πάντοτε. Χαλα­σμένα από περπάτημα και κίνηση κι όχι με το χέρι.

 Ο βασιλιάς τότε θύμωσε πολύ και για να ανακα­λύψει τι γίνεται, έβγαλε αγγελιοφόρο στη χώρα και είπε:
«Όποιος μπορέσει να ανακαλύψει πού πηγαίνει κάθε νύχτα η βασιλοπούλα και πώς χαλάει τα φορέ­ματα και τα παπούτσια της, θα την πάρει γυναίκα του».
Όταν ακούστηκε η είδηση αυτή στη χώρα, ήρθαν πολλά γενναία παλικάρια απ’ όλες τις μεριές για να ανακαλύψουν το μυστικό. Όμως κανένα δεν μπόρεσε να βρει πού περνούσε τη νύχτα της η βασιλοπούλα. Μόνο τούτο ήξεραν θετικά: Ότι κάθε βράδυ ντυνόταν όμορφα και ύστερα χανόταν μονομιάς χωρίς να μπο­ρέσει να ιδεΐ κανένας πού πήγαινε. Πολύ πρωί παρου­σιαζόταν πάλι στο δωμάτιό της με χαλασμένα ρούχα και παπούτσια.

Όπως τόσοι άλλοι, ξεκίνησε κάποτε κι ένα φτωχό παλικάρι να πάει «να φυλάξει» για τη βασιλοπούλα. Πέρασε κάμπους και βουνά κι έφτασε κάποτε σ’ ένα ανοιχτό μέρος. Εκεί βρήκε τρία αδέρφια που μάλωναν κι ήταν καταματωμένα απ’ τα χτυπήματα.
Το παλικάρι τούς φώναξε να σταματήσουν το μά­λωμα και τους ρώτησε γιατί χτυπιούνταν.
Και τ’ αδέρφια τότε του απάντησαν.
        Τι μας ρωτάς; Μήπως μπορείς να μας βοηθήσεις να λύσουμε τη διαφορά μας;
        Πού ξέρετε. Ίσως μπορώ. Πέστε μου όμως πρώτα γιατί χτυπιέστε, είπε το παλικάρι.
Τότε το μεγαλύτερο απ’ τ’ αδέρφια είπε:
        Ο πατέρας μας πέθανε και μας άφησε τρία πράγ­ματα: Ένα μικρό χαλί, μια μπέρτα με κουκούλα και ένα μπαστούνι. Δε συμφωνάμε όμως στη μοιρασιά, γι’ αυτό μαλώνουμε.
Το παλικάρι σαν άκουσε αυτά γέλασε και τους είπε:
        Και για τέτια μικροπράγματα κάθεστε και μαλώ­νετε και χτυπιέστε;
        Δεν είναι καθόλου μικροπράγματα, φίλε, αλλά έ­χουν πολύ μεγάλη αξία, απάντησαν εκείνοι.


Το καθέ­να απ’ αυτά έχει και μια ξεχωριστή δύναμη:
» Αν καθήσει κανένας επάνω στο χαλί, μπορεί να πάει όπου ζητήσει. Αν βάλει την κουκούλα στο κε­φάλι του, γίνεται αόρατος και με το μπαστούνι μπορεί να σπάσει χωρίς δυσκολία πέτρες και σίδερα.
        Αφού είναι έτσι, εσείς δεν μπορείτε να μονοιάσε­τε και να μοιράσετε μόνοι σας τα πράγματα. Αν όμως με ακούσετε, θα σας τα μοιράσω έτσι, που να μείνετε
όλοι ευχαριστημένοι και να πάψετε τα μαλώματα.
       Αλήθεια; Τότε πες μας λοιπόν πώς θα γίνει η μοι­ρασιά, φώναξαν και οι τρεις μαζί.
        Θα πάτε πρώτα επάνω εκεί στο λόφο και θα μπείτε στη σειρά, τους είπε. Και μόλις σας δώσω το σύνθημα με το χέρι, θα τρέξετε κατά δώ. Όποιος έρθει πρώτος, θα πάρει το χαλί, ο δεύτερος θα πάρει την κουκούλα και ο τρίτος το μπαστούνι.
Τα τρία αδέρφια σκέφτηκαν, δίστασαν λίγο, μα στο τέλος συμφώνησαν. Άφησαν την πατρική κληρο­νομιά στο παλικάρι και ξεκίνησαν για το λόφο...
Καθώς όμως εκείνοι ακόμα πήγαιναν, ετούτος φόρεσε την κουκούλα, κάθησε επάνω ·στο χαλί, πήρε το μπαστούνι στο χέρι και είπε:
     Γρήγορα, χαλί, στο παλάτι του βασιλιά!
Αμέσως το μαγικό χαλί σηκώθηκε και πήρε δρό­μο μες στον αέρα, ενώ τα τρία αδέρφια απόμειναν να κοιτάζουν.
Μόλις έφτασε το παλικάρι στο παλάτι, έβγαλε την κουκούλα απ’ το κεφάλι κατέβηκε απ’ το χαλί και αφού τα δίπλωσε όμορφα και τα δυο, τα ’κρύψε στον κόρφο του. Ύστερα παρουσιάστηκε στο βασιλιά και του ’πε πως ήρθε να «φυλάξει» για την κόρη του.
Ο βασιλιάς του ’δώσε την άδεια.
Όταν προχώρησε η νύχτα, όλοι στο παλάτι πήγαν να κοιμηθούν. Το παλικάρι τότε ξάπλωσε μπροστά στην πόρτα της βασιλοπούλας, φόρεσε την κουκούλα και έτσι αόρατο καθώς ήταν, πρόσεχε κι αφουγκραζόταν το κάθε τι.


Πέρασε πολλή ώρα χωρίς να γίνει τίποτε. Όταν όμως χτύπησε μία η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, άνοιξε η πόρτα και η βασιλοπούλα πρόβαλε και κοίταξε ολό­γυρα. Φορούσε ένα αστραφτερό φόρεμα και ήταν ό­μορφη σαν νεράιδα. Αφού δεν είδε κανένα, πέρασε το κατώφλι και φόρεσε τα κόκκινα παπούτσια. Ύστερα έκλεισε την πόρτα και προχώρησε· ανάλαφρα σαν ί­σκιος μέσα στο παλάτι. Κανένας δεν την είδε εκτός απ’ το φτωχό παλικάρι. 
 


Αυτό πάλι έβγαλε από τον κόρφο του το μαγικό χαλί, κάθησε επάνω και κρατών­τας το μπαστούνι στο χέρι, είπε:
— Πίσω απ’ τη βασιλοπούλα!
Βγήκαν έξω απ’ το παλάτι και μπροστά η βασιλο­πούλα, πίσω το παλικάρι επάνω στο χαλί, προχώρη­σαν αρκετό διάστημα.
Τέλος έφτασαν σ’ ένα ωραίο λιβάδι. Η βασιλο­πούλα σταμάτησε κάπου και είπε:
—Χορταράκι σε παρακαλώ μέριασε λίγο να διαβώ.
Αμέσως το πυκνό χορτάρι μαζί με τη γη, άνοιξαν μια μεγάλη σχισμάδα. Η βασιλοπούλα χώθηκε στο ά­νοιγμα και από πίσω της το παλικάρι. Αυτό έκοψε λί­γο χόρτο και το ’κρύψε στον κόρφο του. Το χορτάρι όμως φώναξε:
—Συ ως τώρα πέρναγες και ζημιά δεν έκανες.
Απόψε γιατί άλλαξες;
Η βασιλοπούλα παραξενεύτηκε με τα λόγια του χορταριού και κοίταξε ολόγυρα. Δεν είδε όμως τίποτα και συνέχισε το δρόμο της.
Ύστερα από λίγο το παράξενο ζευγάρι έφτασε σ’ εναν ωραιότατο κήπο στον οποίο ήταν κάθε λογής δέντρα με καρπούς από χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες.
Τότε η βασιλοπούλα είπε:
—Δέντρα σας παρακαλώ κάντε τόπο να διαβώ.
Κι αμέσως τα δέντρα έκαμαν τόπο αφήνοντας ε­λεύθερο ένα μονοπάτι.
Η βασιλοπούλα προχώρησε και από πίσω της, πάντα αόρατος επάνω στο χαλί του, ο φτωχός νέος. Τούτος πάλι καθώς περνούσε, έκοψε μερικά απ’ τα πε­ρίεργα φρούτα και τα ’κρύψε στον κόρφο του.

Τα δέν­τρα όμως φώναξαν:
—Συ ως τώρα πέρναγες και ζημιά δεν έκανες Απόψε γιατί άλλαξες;
Η βασιλοπούλα παραξενεύτηκε πάλι. Δεν μπο­ρούσε να καταλάβει τι ήθελαν να πουν τα δέντρα. Γύ­ρισε και κοίταξε ολόγυρα. Δεν είδε καμιά ζημιά και καμιά ψυχή ζωντανή και προχώρησε.
Ύστερα από λίγο έφτασε μπροστά σε μια στενή θάλασσα και είπε:
—Θάλασσα σε παρακαλώ άνοιξε τόπο να διαβώ.
Το νερό χωρίστηκε στα δύο αφήνοντας ανάμεσα ένα στενό διάδρομο.
Η βασιλοπούλα πέρασε πάλι και το παλικάρι την ακολούθησε. Καθώς περνούσαν, ο νέος είδε κάτι στρείδια με μαργαριτάρια και σκύβοντας πήρε μερικά
και τα ’βάλε στον κόρφο του. Η θάλασσα όμως φώνα­ξε:
—Συ ως τώρα πέρναγες και ζημιά δεν έκανες.
Απόψε γιατί άλλαξες;

Τότε η βασιλοπούλα τρόμαξε κι όλο σκεφτόταν τι νόημα είχαν τα λόγια αυτά, αφού αυτή δεν είχε κάμει καμιά ζημιά όπως πάντα. Κοίταξε πάλι ολόγυρα μα δεν είδε κανένα. Ησύχασε κάπως και προχώρησε...
Έφτασαν στην άλλη ακρογιαλιά και μπήκαν σ’ ένα χωράφι. Εκεί ήταν μια ψηλή μηλιά και στη ρίζα της μια μεγάλη πέτρινη πλάκα.
Η βασιλοπούλα χτύπησε με το παπούτσι της τρεις φορές επάνω στην πέτρα. Η πέτρα μέριασε και πίσω της φάνηκε ένα υπόγειος διάδρομος. Η βασιλοπούλα άρχισε να κατεβαίνει και αμέσως η πλάκα έκλεισε την είσοδο.
Το παλικάρι έμεινε απ’ έξω. Μα δεν τα ’χάσε.
— Και το μπαστούνι γιατί το έχουμε, είπε.
Κι αμέσως έδωσε μια στην πλάκα που την έκαμε θρύψαλα. Έτσι άνοιξε πάλι η υπόγεια είσοδος. Ο νέος χωρίς να χάσει καιρό μπήκε μέσα και ακολου­θούσε από κοντά τη βασιλοπούλα.
Το λαμπρό παλάτι μέσα στο οποίο βρέθηκαν δεν περιγράφεται. Δωμάτια και πλατιές σάλες διαδέχον­ταν ατέλειωτα το ένα το άλλο. Και μέσα λαμποκο­πούσαν έπιπλα και χίλια δυο στολίδια καμωμένα από χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες.
Τα φώτα φώτιζαν όπως ο ήλιος και όλα έλαμπαν κι αστραφτοκοπούσαν τόσο, που θάμπωναν τα μάτια.
Το παλάτι ήταν γεμάτο κόσμο. Όλοι τους όμως ήταν μάγοι, νεράιδες κι άλλα ξωτικά. Οι υπηρέτες έ­τρεχαν σαν φτερωτοί εδώ κι εκεί και περιποιούνταν τους καλεσμένους.
Σε μερικές αίθουσες ήταν βαλμένα τραπέζια. Κι ε­πάνω τους χρυσά σερβίτσια και τα ωραιότερα φαγητά και ποτά σε αφθονία.
Οι φιλοξενούμενοι δεν άργησαν να στρωθούν στα τραπέζια και να τρωγοπίνουν με όρεξη.
Ο φτωχός νέος τα κοίταζε όλα αυτά και δεν έβλε­πε το λόγο γιατί να στέκει αυτός πεινασμένος δίπλα στα τόσο πλούσια τραπέζια. Άπλωνε λοιπόν χωρίς να τον καλέσουν το χέρι του κι έπαιρνε τους καλύτερους μεζέδες ή έπινε το αστραφτερό κοκκινέλι.

Οι φιλοξενούμενοι έβλεπαν τους μεζέδες να χά­νονται και τα ποτήρια ν’ αδειάζουν, μα δεν μπορού­σαν να καταλάβουν τι γίνεται. Ακόμα περισσότερο ό­μως παραξενεύτηκαν σαν είδαν ολόκληρα χρυσά πο­τήρια απ’ τα οποία έπιναν, να χάνονται ξαφνικά. (Το παλικάρι έκρυβε μερικά απ’ τα πολύτιμα αυτά πράγμα­τα κι είχε όπως θα ιδούμε το σκοπό του).
Στην πόρτα ακόμα, όταν έμπαιναν, περίμενε τη βασιλοπούλα ένα νέος όμορφος σαν ζωγραφιά. Ήταν ο γιος του βασιλιά των μάγων. Μόλις λοιπόν αυτή μπήκε, την πήρε απ’ το χέρι και πήγαν και κάθησαν σε μια γωνιά. Εκεί οι δυο τους κουβέντιαζαν, αστει­εύονταν και γελούσαν, όταν οι άλλοι έτρωγαν και έπι­ναν. Αυτοί δεν αισθάνονταν πείνα και δίψα όταν κά­θονταν ο ένας απέναντι στον άλλον.
Ξαφνικά ακούστηκε από κάπου μια ουράνια μου­σική με φλάουτα. Όλοι —ακόμη και η βασιλοπούλα με το γιο του βασιλιά των μάγων- σηκώθηκαν απ’ τα τραπέζια και πήγαν προς το μέρος που ερχότανε η μουσική. Ο φτωχός νέος ακολούθησε κι αυτός.

Μπήκαν σε μια πολύ μεγάλη σάλα, που ολόγυρα είχε φιλντισένιες κολόνες. Απάνω στις κολόνες στη­ριζόταν ένας θόλος όμοιος με τον ουρανό. Και στη μέση του θόλου έλαμπε ένας ψεύτικος ήλιος και γύρω το φεγγάρι και τα άστρα. Εκείθε επάνω ακούονταν τα φλάουτα σα να έπαιζαν τη μουσική οι άγγελοι του ου-
ρανού.
Οι μάγοι και οι νεράιδες πιάστηκαν σειρές - σει­ρές στο χορό κι άρχισαν να χορεύουν. Ο χορός στην αρχή πήγαινε αργά, ύστερα πιο γρήγορα και σε συνέ­χεια όλο και γρηγορότερα. Καθώς οι σειρές κινούν­ταν εδώ κι εκεί, σύμφωνα με τη μουσική, οι χορευτές φαίνονταν σα να μην πατούσαν στο χώμα.
Στο τέλος τούς έπιασε όλους σαν τρέλα και άρχι­σαν να πηδούν. Μαζί τους πρώτη και καλύτερη η βα­σιλοπούλα που έκανε σαν τρελή. Αγκαλιασμένη σφι­χτά με το γιο του βασιλιά των μάγων, πηδούσε και ξα- ναπηδούσε πότε δεξιά, πότε αριστερά. Έτσι μέσα στον άγριο αυτό χορό, ξέσκισε το φόρεμά της κι έκα­με τα παπούτσια της κομμάτια. Από το ωραίο φόρεμα που είχε φορέσει στο σπίτι της, τώρα κρέμονταν μόνο κουρέλια επάνω της.
Ο χορός αυτός κράτησε ώσπου έγινε μέρα. Και μόλις λάλησαν οι πρώτοι πετεινοί, αμέσως σταμάτη­σαν τα φλάουτα και η διασκέδαση πήρε τέλος. Οι νε­ράιδες και οι μάγοι άρχισαν να φεύγουν απ’ τη σάλα και σε λίγο όλοι τους χάθηκαν.
Η βασιλοπούλα έφυγε κι αυτή αφού αποχαιρέτη­σε το συνοδό της. Πέρασε πάλι τον υπόγειο διάδρομο και βγήκε επάνω στη γη. Ο φτωχός νέος διαρκώς από πίσω της. Ακολούθησαν πάλι τον ίδιο δρόμο και μό­λις έπαιρνε η μέρα, έφτασαν στο παλάτι.
Η βασιλοπούλα χωρίς να την ιδεί ή να την ακού­σει κανένας, μπήκε στο δωμάτιό της και ξάπλωσε στο κρεβάτι πεθαμένη από την κούραση. Το παλικάρι έ­βγαλε την κουκούλα, την δίπλωσε μαζί με το χαλί και τα ’κρύψε στον κόρφο του. Έβαλε δίπλα του και το μπαστούνι και ξάπλωσε την παλιά θέση του μπροστά στην πόρτα.
Το πρωί ο βασιλιάς φώναξε το παλικάρι και το ρώτησε αν ανακάλυψε τίποτε. Αυτό του τα είπε όλα όσα είδε, χαρτί και καλαμάρι. Πού πήγαινε η κόρη τη νύχτα, τι έκανε, γιατί τα φορέματά της κάθε πρωί ή­ταν ξεσκισμένα και πώς την είχε ακολουθήσει στο νυ­χτερινό της ταξίδι.
Ο βασιλιάς έμεινε με το στόμα ανοιχτό όταν τα ’κουσε όλα αυτά.
Διέταξε να φέρουν την κόρη του και τη ρώτησε πού ήταν τη νύχτα και γιατί το φόρεμά της ήταν σκι­σμένο.
Αυτή απάντησε πως όλη τη νύχτα ήταν στο δω­μάτιό της.
Τότε ο βασιλιάς έκαμε νόημα στο παλικάρι κι ε­κείνο τα επανέλαθε όλα μπροστά της.
Ακούγοντάς τα η βασιλοπούλα, στην αρχή σάστι­σε’ δε φαντάστηκε όμως πως ήταν δυνατόν το παλι­κάρι ή άλλος άνθρωπος να την ακολουθήσει στο νυ­χτερινό της περίπατο και να φτάσει στο υπόγειο πα­λάτι. Γι’ αυτό τα αρνήθηκε όλα και επέμεινε πως δε βγήκε απ’ το δωμάτιό της.


Το παλικάρι τότε διηγήθηκε όλες τις λεπτομέ­ρειες και έβγαλε τις αποδείξεις του απο τις οποίες φαι­νόταν πια καθαρά ότι την είχε ακολουθήσει στη νυ­χτερινή βόλτα της: Έδειξε τα χρυσά ποτήρια, σερβί­τσια, χρυσούς καρπούς, πολύτιμες πέτρες, μαργαριτά­ρια κλπ. Της είπε για το χορευτικό γλέντι στο υπό­γειο παλάτι και της θύμισε με ποιον χόρευε.
Τώρα άρχισε να εξηγεί η βασιλοπούλα με το νου
της γιατί το χορτάρι, τα δέντρα και η θάλασσα, παρα­πονιόνταν για ζημιά. Αυτός λοιπόν ήταν ο λόγος! Το κορίτσι κατάλαβε πως τα ’ξέραν πια όλα και δεν μπο­ρούσε να ξεφύγει. Ντροπιάστηκε κι έτρεξε γρήγορα στο δωμάτιό της
Ο βασιλιάς πάλι βεβαιώθηκε πως όλα όσά έλεγε ο φτωχός νέος ήταν αληθινά. Κράτησε λοιπόν το λόγο του και τον πάντρεψε με την κόρη του.
Είμαστε κι εμείς εκεί ήπιαμε πολύ κρασί και μας δώσανε κουφέτα σε μεταξωτή πετσέτα.
Γιουγκοσλάβικο Παραμύθι

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ «ΑΣΤΗΡ»   ΑΛ. & Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ





Unknown

Unknown

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Από το Blogger.