Breaking News
recent

Η ΓΡΙΑ ΚΑΙ Η ΤΙΓΡΗ




Μια γριά βρήκε μια μέρα εκεί που σάρωνε την κάμαρή της ένα χάλκινο νόμισμα. Κοίταξε το νόμισμα με χαρά και το έριξε σ’ ένα πήλινο κιούπι μισόγεμο ρύζι.
Την άλλη μέρα έβγαλε ρύζι απ’ το κιούπι για το πρωινό αφή­νοντας περίσσευμα ίσα ίσα μια φουχτίτσα.
Το μεσημέρι πήγε να πάρει το ρύζι που είχε περισσέψει για να φτιάξει το μεσημεριανό φαγητό. Γεμάτη έκπληξη είδε ότι το κιούπι ήταν πάλι γεμάτο ως τη μέση. Μήπως δεν είχε δει καλά το πρωί; Το απόβραδο το κιούπι ήταν πάλι μισόγεμο κι ας μην είχε αφήσει το μεσημέρι παρά μια φουχτίτσα σπόρια. Έτσι με θαυμασμό και μεγάλη χαρά κατάλαβε ότι το χάλκινο νόμισμα ήταν μαγικό.
Η τίγρη του βουνού άκουσε για το μαγικό νόμισμα και η ζήλια τής τσίγκλισε την καρδιά. Έτρεξε στη γριά και της είπε: «Δώσ’ μου το χάλκινο νόμισμα, γρήγορα!» Όταν η γριά αρνήθηκε να της δώσει το θαυμαστό νόμισμα η τίγρη τη φοβέρισε: «Μη θαρ­ρείς, εγώ θα σ’ το πάρω. Θά ’ρθω τη νύχτα μες στο σκοτάδι και θα σε φάω ολόκληρη!»
Έπειτα απ’ αυτή τη φοβέρα έφυγε γρυλίζοντας.
Η γριά πήρε μεγάλη τρομάρα κι άρχισε να κλαίει. Ύστερα από μια ώρα όμως σταμάτησε ξαφνικά το κλάμα, σφούγγισε τα δάκρυα της καί βρήκε το δρεπάνι. Έπειτα πήρε την ακονόπετρα και βάλ- θηκε ν’ ακονίζει το δρεπάνι. Χρουτς... χρουτς... χρουτς..., τριβό­ταν η πέτρα πάνω στο δρεπάνι απ’ τη μια πλευρά κι έπειτα απ’ την άλλη. Τα μικρά μπιζέλια στη γυάλα άκουσαν το θόρυβο και ρώ­τησαν: «Γιαγιάκα, γιατί ακονίζεις το δρεπάνι σου;»
«Μπιζέλια, μπιζελάκια μου» αποκρίθηκε η γριά «η τίγρη θέ­λει να μου πάρει το μαγικό μου νόμισμα. Εγώ δεν της το δίνω, δικό μου είναι δα. Σαν σκοτεινιάσει, θά ’ρθει να με φάει. ΓΤ αυτό ακονίζω το δρεπάνι μου». «Γιαγιούλα» είπαν τα μικρά μπιζέλια «θα σε βοηθήσουμε εμείς!»
«Τι μπορείτε να κάμετε εσείς, μπιζελάκια μου;» «Θα σου δεί­ξουμε αμέσως, γιαγιούλα. Θα στρωθούμε όλα μαζί μπροστά στην πόρτα!» Τα μικρά μπιζέλια τινάχτηκαν όλα μαζί στο πάτω­μα, και με μικρά χοροπηδηχτά έφτασαν και στάθηκαν εμπρός στην πόρτα. Η γριά συνέχισε να ακονίζει το δρεπάνι της. Χρουτς... χρουτς... χρουτς..., τριβόταν η πέτρα πάνω στο δρεπά­νι, απ’ τη μια πλευρά κι έπειτα απ’ την άλλη.
Ένα αυγό σ’ ένα καλάθι το άκουσε και ρώτησε: «Γιαγιάκα, γιατί ακονίζεις το δρεπάνι σου;»
«Αυγό μου, αυγουλάκι μου» αποκρίθηκε η γριά «η τίγρη θέλει να μου πάρει το μαγικό μου νόμισμα. Εγώ δεν της το δίνω, δικό μου είναι δα. Σαν σκοτεινιάσει, θά ’ρθει να με φάει. Γι’ αυτό ακονίζω το δρεπάνι μου».
«Γιαγιάκα» είπε το αυγό «θα σε βοηθήσω εγώ!»
«Τι μπορείς να κάμεις εσύ, αυγουλάκι μου;» «Θα σου δείξω αμέσως, γιαγιάκα. Θα κρυφτώ στο φούρνο».
Το αυγό κύλησε απ’ το καλάθι και κρύφτηκε στο φούρνο.
Η γριά ξανάπιασε την ακονόπετρά της. Χρουτς... χρουτς... χρουτς..., τριβόταν η πέτρα πάνω στο δρεπάνι, απ’ τη μια πλευ­ρά κι έπειτα απ’ την άλλη.
Ένας κάβουρας σε μια τρύπα του τοίχου το άκουσε και ρώτη­σε: «Γιαγιάκα, γιατί ακονίζεις το δρεπάνι σου;»
«Καβούρι, καβουράκι μου» αποκρίθηκε η γριά «η τίγρη θέλει να μου πάρει το μαγικό μου νόμισμα. Εγώ δεν της το δίνω, δικό μου είναι δα. Σαν σκοτεινιάσει, θά ’ρθει να με φάει. Γι’ αυτό ακονίζω το δρεπάνι μου».
«Γιαγιάκα» είπε ο κάβουρας «θα σε βοηθήσω εγώ!»
«Καβουράκι μου, τι μπορείς να κάμεις εσύ;» «Θα σου δείξω αμέσως, γιαγιούλα. Θα κρυφτώ στο σταμνί». Το καβούρι βγήκε απ’ την τρύπα του και χώθηκε στο σταμνί.
Η γριά ξανάπιασε την ακονόπετρά της. Χρουτς... χρουτς... χρουτς..., τριβόταν η πέτρα πάνω στο δρεπάνι, απ’ τη μια πλευ­ρά κι έπειτα απ’ την άλλη.
Το μεγάλο δοκάρι στην εξώθυρα το άκουσε και ρώτησε: «Γιαγιάκα, γιατί ακονίζεις το δρεπάνι σου;»
«Καλό μου δοκάρι» αποκρίθηκε η γριά «η τίγρη θέλει να μου πάρει το μαγικό μου νόμισμα. Εγώ δεν της το δίνω, δικό μου είναι δα. Σαν σκοτεινιάσει, θά ’ρθει να με φάει. Γ Γ αυτό ακονίζω το δρεπάνι μου».
«Γιαγιάκα» είπε το μεγάλο δοκάρι «θα σε βοηθήσω εγώ!»
«Και τι μπορείς να κάμεις εσύ, δοκάρι μου;»
«Θα σου δείξω αμέσως, γιαγιάκα. Θα πλαγιάσω στην άκρη του κρεβατιού».
Το μεγάλο δοκάρι της πόρτας κύλησε μέσα, ανέβηκε στο κρε­βάτι κι έμεινε στην άκρη του ξαπλωτό. Η γριά άρχισε πάλι το ακόνισμα. Χρουτς... χρουτς... χρουτς..., τριβόταν η πέτρα πάνω στο δρεπάνι, απ’ τη μια πλευρά κι έπειτα απ’ την άλλη.
Ένας πράσινος βάτραχος στο ποταμάκι μπροστά στο σπίτι το άκουσε και ρώτησε: «Γιαγιούλα, γιατί ακονίζεις το δρεπάνι σου;»
«Βατράχι, βατραχάκι μου» αποκρίθηκε η γριά «η τίγρη θέλει να μου πάρει το μαγικό μου νόμισμα. Εγώ δεν της το δίνω, δικό μου είναι δα. Σαν σκοτεινιάσει, θά ’ρθει να με φάει. ΓΓ αυτό ακονίζω το δρεπάνι μου».
«Γιαγιάκα» είπε ο βάτραχος «θα σε βοηθήσω εγώ!»
«Βατραχάκι μου, τι μπορείς να κάμεις εσύ;»
«Θα σου δείξω αμέσως, γιαγιάκα. Θα κάτσω στο κεφάλι του


κρεβατιού». Το βατράχι βγήκε απ’ το ποταμάκι, πήδησε στο κε­φάλι του κρεβατιού και στρώθηκε εκεί. Η γριά πήρε πάλι στα χέρια την ακονόπετρά της. Χρουτς... χρουτς... χρουτς..., τριβό­ταν η πέτρα πάνω στο δρεπάνι, απ’ τη μια πλευρά κι έπειτα απ’ την άλλη.
Η ανέμη στη γωνία το άκουσε και ρώτησε: «Γιαγιάκα, γιατί ακονίζεις το δρεπάνι σου;»
«Ακριβή μου ανέμη» αποκρίθηκε η γριά «η τίγρη θέλει να μου πάρει το μαγικό μου νόμισμα. Εγώ δε της το δίνω, δικό μου είναι δα. Σαν σκοτεινιάσει, θά ’ρθει να με φάει. Γι’ αυτό ακονίζω το δρεπάνι μου».
«Γιαγιούλα» είπε η ανέμη «θα σε βοηθήσω εγώ!»
«Και τι μπορείς να κάμεις εσύ, καλή μου ανέμη;»
«Θα σου δείξω αμέσως, γιαγιάκα. Θα πάω να σταθώ στη γωνιά της κάμαρης».
Η ανέμη πήγε στη γωνιά της κάμαρης. Η γριά συνέχισε το ακόνισμα. Χρουτς... χρουτς... χρουτς..., τριβόταν η πέτρα πάνω στο δρεπάνι, απ’ τη μια πλευρά κι έπειτα απ’ την άλλη.
Το σφυρί στο κασέλι το άκουσε και ρώτησε: «Γιαγιάκα, γιατί ακονίζεις το δρεπάνι σου;»
«Σφυρί μου, σφυράκι μου» αποκρίθηκε η γριά «η τίγρη θέλει να μου πάρει το μαγικό μου νόμισμα. Εγώ δεν της το δίνω, δικό μου είναι δα. Σαν σκοτεινιάσει, θά ’ρθει να με φάει. ΓΓ αυτό ακονίζω το δρεπάνι μου».
«Γιαγιούλα» είπε το σφυρί «θα σε βοηθήσω εγώ!»
«Και τι μπορείς να κάμεις εσύ, σφυράκι μου;» «Θα σου δείξω αμέσως, γιαγιάκα, θα κρυφτώ στο περβάζι πάνω απ’ την πόρτα!» Το σφυρί πήδησε απ’ το κασέλι και κούρνιασε στο περβάζι της πόρτας.
Σε λίγο σουρούπωσε. Η γριά πήγε στο κρεβάτι παίρνοντας μαζί το δρεπάνι της. Όταν απλώθηκε το σκοτάδι, ήρθε η τί­γρη. Σιωπή μεγάλη και μαύρο σκοτάδι βασίλευε σ’ όλο το σπί­τι. Η τίγρη διάβηκε το κατώφλι. Την ίδια στιγμή τα μικρά


στρογγυλά μπιζέλια άρχισαν να κυλούν πέρα δώθε, η τίγρη τα πάτησε, γλίστρησε και σωριάστηκε κατάχαμα.
Γρήγορα σηκώθηκε και βρήκε το δρόμο στα σκοτεινά για την κουζίνα- ήθελε ν’ ανάψει φωτιά στην πυροστιά. Έχωσε προσε­κτικά το κεφάλι στο άνοιγμα του φούρνου και φύσησε μερικές φορές. Τότε, το αυγό, που είχε κρυφτεί εκεί, έσπασε μ’ ένα κτύ­πημα και πιτσίλισε την τίγρη κατάμουτρα. Το νερουλό κροκάδι μαζί με τις στάχτες πασάλειψε και τύφλωσε τελείως την τίγρη. Πήγε παραπατώντας στο σταμνί για να ξεπλύνει τα μάτια της, αλλά κρατς κρουτς ο κάβουρας πετάχτηκε απ’ το σταμνί και πά­τησε μια δαγκωνιά στο πόδι της τίγρης τόσο δυνατή που την έκανε ν’ αφήσει μια κραυγή. Με το λαβωμένο ποδάρι να αιμορ- ραγεί και γεμάτο θυμό το αγρίμι κοίταζε τριγύρω για να βρει τη γριά. Μόλις ζύγωσε το κρεβάτι, το μεγάλο δοκάρι βρόντηξε με δύναμη πάνω στην τίγρη, που είδε τον ουρανό σφοντύλι και σω­ριάστηκε στο πάτωμα χωρίς να καταλάβει τι γινόταν. Την ίδια στιγμή απ’ το κεφάλι του κρεβατιού άρχισε να φωνάζει μ’ όλη του τη δύναμη ο βάτραχος: «Βάρα, βάρα, μεγάλο δοκάρι, βάρα τη του σκοτωμού!»
Συνάμα ακούστηκε απ’ τη γωνιά η ανέμη: «Βάστα τη! Βάστα τη! Βάστα τη γερά!» Η τίγρη τα ’χε χάσει για τα καλά κι έψαχνε έναν τρόπο να ξεφύγει. Η γριά, που τόση ώρα περίμενε στο κρε­βάτι, τινάχτηκε επάνω και όρμησε στην τίγρη. Μόλις αυτή είδε το αστραφτερό μέταλλο του δρεπανιού, έδωσε ένα μεγάλο σάλτο προς την πόρτα για να γλιτώσει από εκείνη την τρύπα του δια­βόλου. Τότε τα μικρά στρογγυλά μπιζέλια άρχισαν πάλι να κυ­λούν πέρα δώθε στο πάτωμα κάνοντας την τίγρη να σωριαστεί κάτω απ’ το περβάζι της πόρτας. Είχε φτάσει η ώρα του σφυ­ριού. Πήρε φόρα μ’ ένα σφύριγμα στον αέρα και έσκασε πάνω στο κεφάλι της τίγρης. Το θεριό τρέκλισε. Η γριά πλησίασε και μ’ ένα καλοζυγισμένο χτύπημα του κοφτερού δρεπανιού έδω­σε τέλος στη ζωή του αιμοβόρου πλάσματος.

Παραμύθια απο την Κίνα
εκδ.Απόπειρα




                                          
Unknown

Unknown

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Από το Blogger.