Breaking News
recent

Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ της Ποτούλας Πασχαλίδη




Μπήκε φουριόζα στο σπίτι. Έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της μη την πάρει στο κατόπι η παγωνιά του Γενάρη που σάρωνε τα πάντα στο διάβα της. Και κάτω από το μηδέν θα έφτανε η θερμοκρασία τούτη τη νύχτα. Το είπαν στο ραδιόφωνο. Το γράψανε οι εφημερίδες

Έψαξε με το βλέμμα της να τον βρει με τη αγωνία της πρώτης φοράς. Έτσι έκανε χρόνια και χρόνια τώρα. Γιατί άραγε; Σπάνια γύριζε σε άδειο σπίτι. Εκείνος ήταν πάντα εκεί με την προσμονή στο βλέμμα, μόνιμη απόδειξη των συναισθημάτων του.

Η τηλεόραση ανοικτή μα ποιος να την παρακολουθήσει. Δεν είχε κάτι καινούργιο να διηγηθεί, κάτι καινούργιο να προτείνει. Τα χέρια του ριγμένα βαριά πάνω στο τριμμένο τζιν και το κεφάλι του γερμένο στον ώμο. Μισοκοιμισμένος, μισοξύπνιος, ποιος να ξέρει. Ένας αέναος εργάτης της ζωής κουρασμένος χωρίς να παραπονιέται. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

Πέταξε το παλτό και την τσάντα της στον κίτρινο καναπέ, ακούμπησε τα κλειδιά στο τραπεζάκι της εισόδου και έτρεξε με λαχτάρα παιδούλας δροσερής κοντά του.

-Κοιμάσαι; του ψιθύρισε σαν να μην ήθελε να τον ταράξει. Άγγιξε τρυφερά με τα ακροδάχτυλα της τα κουρασμένα χέρια .


Εκείνος, με ένα κρυφό χαμόγελο στο πρόσωπο που κατάφερνε να εξαφανίσει την κούραση, σήκωσε με αργή κίνηση τα γκριζοπράσινα μάτια του και συνάντησε με τρυφερότητα τα δικά της κατάμαυρα, αμυγδαλένια, υπέροχα. Δεν μίλησε. Η φλυαρία της σιωπής τα είπε όλα. Τράβηξε το δεξί του χέρι από το απάγκιο της ψυχής της που το προστάτευε και με κίνηση δεξιοτέχνη χορευτή, τράβηξε από την καρέκλα που υπήρχε πίσω του και που την μισόκρυβε με το κορμί του, ένα μπουκέτο βιολέτες του Χειμώνα. Τα αγαπημένα της λουλούδια. Είχε μεγαλώσει με την αύρα τους, είχε θυμώσει με το μωβ τους και είχε ερωτευθεί με όλη την γκάμα του ροζουλί τους. Όλη της η ζωή, όλοι οι Χειμώνες πνιγμένοι στης βιολέτας το άρωμα.

-Χρόνια μας πολλά. Πάρα πολλά. Και περισσότερα ακόμα, είπε και με μιας το μοσχομυρωδάτο μπουκέτο φώλιασε στην αγκαλιά της.

<<Θεέ μου. Ξέχασα την επέτειο μας. Πως μπόρεσα;>> σκέφτηκε εκείνη και η στεναχώρια πλημύρισε την ύπαρξη της. Δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό της. Τόσο πολύ την είχε απορροφήσει η αγωνία της ζήσης που ξέχασε την επέτειο. Ήταν απαράδεκτη. Δεν είχε καμία δικαιολογία.

Κρατούσε το μπουκέτο με τις αγαπημένες της βιολέτες και η ντροπή κυκλοφορούσε κατακόκκινη στα μαγουλά της που ήταν ήδη παγωμένα από το Γεναριάτικο άγριο αγέρι, και τα έβαφε κρεμεζί.

Γύρισε και στύλωσε το βλέμμα στα χέρια της. Άδεια από το δικό της δώρο. Δεν είχε δώρο. Δεν είχε διαλέξει ένα δώρο μοναδικό σαν και κείνον που χρόνια τώρα, πολλά ή λίγα δεν είχε σημασία, ανάσαινε πάνω στην αναπνοή της, γελούσε στη χαρά της, σκούπιζε και μοιραζότανε τα δάκρυα στη θλίψη της, της κρατούσε προστατευτικά το χέρι.

Έσμιξαν σε ένα αγκάλιασμα που δεν διέφερε από όσα προηγήθηκαν και δεν θα είχε καμία διαφορά από αυτά που θα έφερνε ο χρόνος. Το είχαν συμφωνήσει με τη μοίρα τους και κρατούσαν το λόγο τους. Όλη τους η ζωή ήταν χρωματισμένες στιγμές. Όμορφες ή άσχημες ήταν ολόιδιες, δικές τους. Και οι αγκαλιές τους το ίδιο.

Μια λάμψη διαπέρασε τα κατάμαυρα μάτια της και τα έκανε να λάμπουν στο φως του πορτατίφ.

-Έλα, του είπε και τον άρπαξε από τα χέρια.

Εκείνος ξαφνιάστηκε. Έκανε πως τρομάζει. Κι ας είχαν περάσει χρόνια πολλά από την πρώτη στιγμή, γι’ αυτόν ήταν η έφηβη που ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και δεν σκόπευε να αλλάξει γνώμη και συμπεριφορά. Τι να έχει βάλει με το νου της αναρωτήθηκε.

-Που με πας τρελοκόριτσο, είπε και έκανε πως δήθεν αντιστέκεται.

-Ετοιμάσου να σε σεργιανίσω στο όνειρο, είπε εκείνη και τον έσυρε κουτρουβαλώντας να φορέσει το επανωφόρι του. Με μιας η κούραση είχε γλιστρήσει από τα κορμιά τους, τους είχε εγκαταλείψει μη μπορώντας να τους τιθασεύσει πλέον.

Έκλεισε η πόρτα της εισόδου και με δύο βήματα βρέθηκαν με μιας στο πεζοδρόμιο. Το τσουχτερό κρύο ήταν η αιτία που ο δρόμος ήταν άδειος, τόσο άδειος που θύμιζε τη Μόσχα χειμωνιάτικο βράδυ. Μόνο που το κρύο ήταν εκεί για τους άλλους.

Εκείνη γλίστρησε το γαντοφορεμένο χέρι της γύρω από τη μέση του και εκείνος κουλούριασε το τεράστιο χέρι του γύρω από τον εύθραυστο λαιμό της που προφύλασσε με το κατακόκκινο κασκόλ που της είχε πλέξει η αδερφή της. Έτσι σφιχταγκαλιασμένοι, και με το κρύο εξοστρακισμένο από τη φλόγα της αγάπης τους την άσβεστη, κατηφόριζαν προς την πλατεία .


Τα οχήματα ή δεν είχαν διαλέξει το δρόμο τους, ή βρίσκονταν ακίνητα μιας και οι οδηγοί τους δεν πάλευαν το τσουχτερό κρύο. Δεν δικαιολογείτο διαφορετικά. Μονάχα το λεωφορείο της γραμμής τους προσπέρασε, χωρίς ούτε έναν επιβάτη, και με τον οδηγό του να τους κοιτάζει παράξενα. Τι στο καλό γερεύανε καταμεσής του δρόμου δυο μεγάλοι άνθρωποι μες το τσουχτερό κρύο;

-Η τρέλα δεν πάει στα βουνά, φώναξε στον εαυτό του και η φωνή του αντήχησε στο άδειο όχημα παράξενα.

Η πλατεία, φωτισμένη, με τα τεράστια δέντρα της που μαρτυράγανε και τα χρόνια της να φαντάζουν βγαλμένα από το παραμύθι, στεκόταν ανταριασμένη από το ξεροβόρι και φοβισμένη από τη μοναξιά που σπάνια την επισκεπτόταν. Το σιντριβάνι με τα νερά του ακίνητα, παγωμένα, θλιμμένα θαρρείς, καθρέπτιζε ήρεμα το ολόγιομο φεγγάρι τις στιγμές που ξέφευγε από την επιτήρηση κάποιων σύννεφων, και το κρατούσε για να το συντροφεύει. Σιγή παντού.

Το ζευγάρι, σφιχταγκαλιασμένο, δεν συμμεριζότανε τους προβληματισμούς της φύσης γύρω του. Το κρύο δεν τους άγγιζε. Μια εσωτερική φλόγα που έκαιγε και ζέσταινε ισότιμα το αίμα που κυλούσε ακατάπαυστα μέσα τους είχε ανατρέψει τους νόμους της φύσης.

Έφτασαν στην πλατεία. Άδεια. Εντελώς άδεια. Τα μαγαζιά γύρω-γύρω, αν και φωτισμένα ήταν άδεια με τους μαγαζάτορες πίσω από τις βιτρίνες που κανείς δεν βρισκότανε να τις ατενίσει, να σκέπτονται την ώρα του κλεισίματος. Θα έπρεπε να βγουν στο τσουχτερό το κρύο για να πάνε στα σπίτια τους και δεν το καλόθελαν.

Το ζευγάρι, γαντζωμένο στη δική του διάσταση, ανέβηκε στην πλατεία και με μια πνοή που ποτέ δεν την ομολόγησε κανένας τους, τράβηξε για την μεγάλη ιτιά που βρισκότανε λίγα μέτρα από το σιντριβάνι. Την δική τους την ιτιά. Που είδε και αφουγκράστηκε και ένοιωσε και έκρυψε του έρωτα τους τις καντρίλιες. Που μεγάλωνε και μετρούσε τα χρόνια της δίπλα στα χρόνια της δικής τους φλόγας, της δικής τους συνύπαρξης. Ήταν μικρό δεντράκι σαν τους πρωτοκρυφοκοίταξε, σαν έγινε άθελά του ο μάρτυρας του πρώτου τους αγκαλιάσματος του πρώτου τους κρυφού φιλιού.

Και το φεγγάρι, το ίδιο φεγγάρι που φώτισε για πρώτη φορά την ταραχή της έλξης του ενός για τον άλλο, στεκότανε στη μέση του ουράνιου θόλου, φύλακας και αιώνιος προστάτης της αγάπης τους.

Στάθηκαν κάτω από την δική τους την ιτιά, στη δική τους την πλατεία και στο φως του δικού τους φεγγαριού και ενώθηκαν σε ένα αγκάλιασμα και γεύτηκαν το φιλί που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από εκείνο το αρχικό της νιότης.

Γιόρτασαν για μια ακόμη φορά την επέτειό τους.

(ΠΟΤΟΥΛΑ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ)

Ανώνυμος

Ανώνυμος

Related Posts:

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Από το Blogger.