Breaking News
recent

ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΤΗΣ ΔΑΓΚΟΥΝΟΛΑΜΠΑΙΝΑΣ της Ποτούλας Τσίτσου-Πασχαλίδη



(Έπαινος από την Ένωση Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος 2008)

Η Δαγκουνολάμπαινα στεκότανε καμαρωτή στο ασπρισμένο πεζούλι της εξώπορτας του σπιτικού της. Φορούσε και τα καλά της τα ρούχα τα κυριακάτικα όπως τα φορούσε κάθε φορά που περίμενε τα παιδιά της. Δηλαδή το γιο της με την φαμίλια του που την αποτελούσαν η γυναίκα του και η μικρή του κόρη. Αυτά άλλωστε ήταν και τα μοναδικά δικά της πρόσωπα που είχαν απομείνει στην πατρίδα.

Δέκα παιδιά είχαν φέρει στον κόσμο αυτή και ο μακαρίτης ο άντρας της ο Χαράλαμπος. Από αυτά, τα τρία της τα πήρε ο Θεός κοντά του γιατί τα αγάπησε (έτσι έλεγε πάντα όταν η κουβέντα ερχότανε στα συχωρεμένα της). Από τα’ άλλα, που απόμειναν τα τρία της τα πήρε ο μακρινός ο Καναδάς και τα  άλλα τρία η γειτόνισσά του η Αμέρικα.

Και το Νίκο της, τον δευτερότοκο και τον πιο ζωηρό, εκείνον που της έμοιαζε πιότερο και καμάρωνε όταν όλοι το μολογούσαν, εκείνον λοιπόν που της είχε τρελή αδυναμία και αγάπη που έφτανε στα όρια της λατρείας, της τον είχε αρπάξει ύπουλα η ντόπια ξενιτιά, η μεγάλη πόλη, η Σπάρτη.

Και έμεινε εκείνη , χρόνια τώρα, να αποχαιρετάει, στυλωμένη στο πεζούλι της, τα αγαπημένα της πρόσωπα και μετά να ζει με την γλυκιά προσμονή και μόνο του επόμενου ανταμώματος

Και τι δεν έκανε ο γιος της για να την πείσει να αφήσει το χωριό και να μείνει μαζί του στην πόλη. Κι αν δεν ήθελε όλο το χρόνο, ας έμενε το χειμώνα τουλάχιστον που ο χιονιάς και το κρύο δυσκόλευαν τη ζωή των λίγων πλέον και ηλικιωμένων κατοίκων του ορεινού χωριού. Μεταχειρίστηκε όλους τους τρόπους ίσιους και πλάγιους όμως το μόνο που κατάφερε ήταν μια τρύπα στο νερό. Ήταν αδύνατον να την κουνήσει από το παραγώνι της.

Σκαρφαλωμένο στην ορεινή Αρκαδία, στη Γορτυνία συγκεκριμένα, ,η Δόξα, το χωριό της, ήταν ο μοναδικός τόπος αναφοράς της ζωής για τη Δαγκουνολάμπαινα. Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ήταν δυνατό να ζήσει , να ανασάνει , να αγναντέψει κάπου αλλού. Από τα γεννοφάσκια της μέχρι το γέρμα της ζωής της , αέρα δεχότανε το Λαγκαδιανό που κατηφόριζε προς τη Δόξα και παράσερνε τη μυρωδιά του έλατου και του θυμαριού. Από την άλλη μεριά ένοιωθε να της δίνει ζωντάνια το νερό του Λάδωνα που κυλούσε νωχελικά στις παρυφές του βουνού που αγκάλιαζε το χωριό της.

Και όταν καμιά φορά αναγκαζόταν να εγκαταλείψει προσωρινά την εστία της, πριν ακόμη καλά-καλά χαθούν από τα μάτια της τα τελευταία σπίτια του χωριού και το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, αρχίναγε να μετράει βουρκωμένη τα δευτερόλεπτα μέχρι να γυρίσει πίσω και να νοιώσει τη σιγουριά που της έδινε το κονάκι της .

Την πήρανε κάποτε, με το ζόρι για να πούμε και του στραβού το δίκιο, οι κόρες της που ζούσανε μόνιμα στο Μόντρεαλ του Καναδά , στη μακρινή δεύτερη πατρίδα τους για να την γνωρίσουν και να την χαρούν όλοι οι δικοί της άνθρωποι που είχαν απαγκιάσει τις ελπίδες τους για μια καλύτερη ζωή τόσες χιλιάδες μίλια μακριά από τον τόπο τους. Μαζεύτηκαν και από το Σικάγο τα υπόλοιπα παιδιά και εγγόνια της και χάρηκαν την παρουσία της Δαγκουνολάμπαινας. Ούτε λίγο ούτε πολύ καμιά τριανταριά ψυχές. Τόσους είχε ακουμπήσει χωρίς να το διαλέξει η καλοκάγαθη Γορτύνια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ένα χωριό ολόκληρο. Κι όλοι τους καλά τακτοποιημένοι.

Αφού τους αγκάλιασε όλους με την καλοσύνη, την τρυφερότητα και την αγάπη της και γεύτηκαν τα εγγόνια της τη θαλπωρή της αυθεντικής Ελληνίδας γιαγιάς, μοναδικής στη υφήλιο, άρχισε να νοιώθει άβολα και να αναζητάει το παραγώνι της. Της έλειπαν τα μαύρα της τα ρούχα με το μαντίλι και το μπαρέζι της που δεν την άφησαν να βάλει στη βαλίτσα της καθ’ οδόν προς την γη του Κολόμβου. Η μελαγχολία θρόνιασε στην ψυχούλα της την καθαρή σαν διαμάντι πολλών καρατίων. Τις νύχτες πεταγότανε στον ύπνο της και φώναζε τις γειτόνισσες της στο χωριό, σαλάγαγε το γουρούνι της, καλούσε τις κότες της. Κόντεψε να της στρίψει. Βρισκότανε ένα βήμα πριν από την παράνοια.

Τα πράγματα έγιναν δύσκολα για τις κόρες της. Ο χειμώνας μόλις είχε μπει και το Πάσχα που της είχαν υποσχεθεί ότι θα την συνόδευαν πίσω στη Δόξα αργούσε απελπιστικά. Όπως στην αρχαία Τραγωδία υπήρχε ο από μηχανής θεός έτσι και στην περίπτωση της καλής γριούλας τη λύση έδωσε ο θάνατος ενός συγχωριανού της γείτονα στο χωριό, γείτονα και στο Μόντρεαλ. Η τελευταία επιθυμία του μπάρμπα-Θεοδόση του Κλαψόγιαννη ήταν να τον θάψουν στο ευλογημένο χώμα του χωριού του και να’ χει παρέα τους γονείς του και όλους τους συχωρεμένους τους χωριανούς του. Έτσι βγήκαν από την δύσκολη θέση οι κόρες της. Μαζί με τους τεθλιμμένους συγγενείς που συνόδεψαν τη σωρό στο ταξίδι για την Ελλάδα προσετέθη και η Δαγκουνολάμπαινα και άρον-άρον κούρνιασε στη γωνιά της και ήρθε στα συγκαλά της.

Η καλή γιαγιούλα δεν παραπονιόταν ποτέ στη ζωή της.

-Και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα, ήταν το σύνθημά της και τράβαγε το μονοπάτι της ζωής της το ανηφορικό και κακοτράχαλο με μια ηρεμία και μια γαλήνη ανυπέρβλητη. Η άσπιλη και αμόλυντη ψυχούλα της, η ηρεμία της, η ψυχραιμία της στα δύσκολα την είχαν τοποθετήσει ένα σκαλοπάτι πιο ψηλά από τους άλλους τους εξ ίσου απλούς και καλοσυνάτους του χωριού της .


Στα φρικτά και ανελέητα χρόνια της Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα , σαραντάρα τότε, πήρε στα χέρια της χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει τις τύχες των συγχωριανών της. Η αγνή αγάπη της για τον συνάνθρωπο την είχε οδηγήσει πριν καλά-καλά εικοσαρίσει να ασχοληθεί με το θεάρεστο και άκρως απαραίτητο για τα χωριά τα χρόνια εκείνα, λειτούργημα της μαμής. Σαν μαμή στον πόλεμο πήρε από μόνη της προαγωγή και προσέφερε τις όποιες υποτυπώδεις υγειονομικές υπηρεσίες της και βοήθησε κόσμο και κοσμάκη. Δεν έμεινε όμως μόνο εκεί. Όταν οι Γερμανοί κατακτητές σε αντίποινα για την δολοφονία ενός δικού τους γιατρού έβαλαν φωτιά και έκαψαν την Δόξα, ήρθε η ώρα της να γίνει και ηρωίδα η Δαγκουνολάμπαινα. Μέσα στην αναμπουμπούλα και εκεί που τρομαγμένοι οι χωριανοί έβλεπαν τα φτωχικά τους να τα καταπίνει ανελέητα η λαίλαπα της φωτιάς, εκείνη χωρίς να το σκεφθεί, όρμησε στην κόλαση και κατάφερε να σώσει το σπιτικό της έστω και με σοβαρές ζημιές. ‘Ήταν ένα από τα ελάχιστα χτίσμα τα που σώθηκαν σ’ όλη την γύρω περιοχή και εκεί μέσα κοίμιζε για μεγάλο χρονικό διάστημα μερικές δεκάδες ψυχές.  Όλοι τους γέροντες και ανήμποροι που διαφορετικά θα έμεναν στο δρόμο. Φρόντιζε και από πάνω για την υποτυπώδη διατροφή τους στα δύσκολα και άδικα εκείνα χρόνια.


Στα χρόνια που ακολούθησαν κανείς δεν λησμόνησε την αυτοθυσία της υπέροχης αυτής γυναίκας και την τιμούσαν με τον καλύτερο τρόπο. Της είχαν προσφέρει τιμητικά δικό της στασίδι στην εκκλησία του χωριού για όλη της τη ζωή και ζήταγαν ταπεινά τη γνώμη της όταν έρχονταν δύσκολες στιγμές και την δέχονταν με τον πρέποντα σεβασμό.

Ο ήλιος είχε αρχίσει να ανεβαίνει στο πιο ψηλό σημείο του ουράνιου θόλου και η Δαγκουνολάμπαινα αγνάντευε με το βλέμμα της στυλωμένο στη γωνιά του δρόμου απ’ όπου θα εμφανιζότανε το αμάξι του γιου της. του Νίκου της. Αν και ανυπομονούσε δεν βιαζότανε. Ήξερε πολύ καλά πως ο δρόμος από τη Σπάρτη μέχρι το χωριό ήτανε δύσκολος και το παλικάρι της ήθελε κάμποσες ώρες για να φθάσει. Θα ερχότανε όμως. Της το μήνυσε απ’ το τηλέφωνο που έκανε στο μπακάλικο του θείου Κλάμπανου που βρισκότανε και το μοναδικό χειροκίνητο τηλέφωνο, δυο μέρες πριν και ο Νίκος της ποτέ δεν την γέλασε.

Όταν η μούρη του άσπρου αμαξιού μπήκε θριαμβευτικά από την γωνία που είχε στυλώσει τα μάτια της, η καρδούλα της φτερούγισε χαρούμενα.

-Έρχονται φώναξε χαρούμενα και ας μην ήταν κανένας κοντά της να συμμεριστεί τη χαρά της. Άφησε το μετερίζι της και όρμησε να τους υποδεχθεί. Κατηφόριζε ανάλαφρη με μια σιγουριά δική της και μόνο ότι μίκραινε την απόσταση και θα τους έσφιγγε γρηγορότερα στην αγκαλιά της.

Το αυτοκίνητο σταμάτησε στην αλάνα λίγο πιο κάτω από το σπίτι της Δαγκουνολάμπαινας και η μικρή πετάχτηκε από το πίσω κάθισμα και σαν σφεντόνα έτρεξε γρήγορα για να φτάσει πρώτη στη μαυροφορεμένη γριούλα. Έπεσε με λαχτάρα στην αγκαλιά της και τα γέρικα ροζιασμένα χέρια χάιδεψαν τρυφερά τα κατάμαυρα σγουρά μαλάκια. Ακολούθησαν οι γονείς φορτωμένοι με χίλια δυο καλούδια. Η μικρούλα έτρεξε πίσω και άρπαξε με λαχτάρα ‘ένα κουτί που κρατούσε στα χέρια της η μάνα της και γύρισε στη γιαγιά της σε χρόνο ρεκόρ.

-Γιαγιά σου φέραμε καινούργια παπούτσια, είπε χαρούμενη η πιτσιρίκα και όταν μετά τις χαιρετούρες και τα κλάματα που τις συνόδευαν συνήθως, μπήκαν όλοι μαζί στο σπίτι η μικρή έβαλε τη γερόντισσα με το ζόρι να τα φορέσει.

-Τι ωραία που είναι τα καινούργια σου παπούτσια γιαγιά, έλεγε και ξανάλεγε η μικρή και καμάρωνε το δώρο που είχε φέρει στην αγαπημένη της γιαγιούλα που δεν την έβλεπε όσο συχνά θα ήθελε.

Η Δαγκουνολάμπαινα με το που μπήκαν τα παιδιά της στο φτωχικό της ξανάνιωσε όπως κάθε φορά που την επισκεπτόντουσαν. Έπαιξε με την εγγονή της και όταν κουράστηκαν και οι δυο κάθισαν στο τραπέζι που είχε στρώσει εν τω μεταξύ η νύφη και έφαγαν λαίμαργα το κοκόρι που την προηγούμενη ημέρα είχε αποχαιρετήσει τον μάταιο τούτο κόσμο για την χάρη τους. Για την μικρή η γιαγιά έψησε στο τζάκι λουκάνικα από κείνα που εξακολουθούσε να φτιάχνει με τα χεράκια της όταν έσφαζε το γουρούνι που της αγόραζε κάθε χρόνο ο γιόκας της, και που η εγγόνα της τα λάτρευε.  Όλες αυτές τις νοστιμιές τις συνόδεψαν με εξαιρετικό κρασί από το βαγένι που υπήρχε στο κατώι και φυσικά με φρεσκοζυμωμένο ψωμί φτιαγμένο με αλεύρι από τα κάτασπρα στάρια της περιοχής και με το μεράκι και την αγάπη της μάνας.

Μετά το φαγητό ήρθε η ώρα να διαβάσουν τα γράμματα τω ξενιτεμένων που η καλοκάγαθη γριούλα φύλαγε ευλαβικά κάτω από τα εικονίσματα . ‘Όταν η εγγονούλα της έμαθε να διαβάζει και της διάβασε συλλαβιστά το πρώτο γράμμα που είχε φθάσει από το μακρινό Μόντρεαλ, η Δαγκουνολάμπαινα έβαλε τα κλάματα και μολογούσε τη συγκίνησή της στους συγχωριανούς της και καμάρωνε σαν διάνος.

Το τελετουργικό, που το ακολουθούσαν πιστά χρόνια τώρα, προέβλεπε μετά την ανάγνωση των επιστολών να γράφονται και κάποιες απαντητικές δια χειρός του γιου της. Τον άλλο καιρό το ρόλο του γραμματικού για ολάκερο το χωριό είχε αναλάβει καρτερικά ο παπάς που ήταν και από τους ελάχιστους γραμματιζούμενους.

-Η ώρα μαζώνει και πρέπει να δρομώσετε γιόκα μου ξεστόμισε με βαριά καρδιά η καλή γιαγιά όταν αγνάντεψε και είδε ότι ο ήλιος πήρε να γείρει στο απέναντι βουνό. Βάλε νύφη το μπρίκι στη φωτιά , ψήσε καφέ μέχρι να πεταχτώ πάνω στον κήπο να σας φέρω καριζόνια [μικρές αγκινάρες] και κουκιά. Έσφαξα και ένα πουλί να το κάνετε σούπα για το παιδί. Άρπαξε το καλάθι της και έφυγε τρέχοντας χωρίς δεύτερη κουβέντα. Πετούσε .Η παρουσία των παιδιών της, της έδινε φτερά. Τα χρόνια κατά έναν παράξενο, ανεξήγητο τρόπο έκαναν στην πάντα και ζούσε μια στιγμιαία νιότη.

Η νύφη έψησε τον καφέ στη θράκα. Εκείνη γύρισε γρήγορα, πιο γρήγορα και απ’ ότι θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Το καλάθι γεμάτο μέχρι πάνω. Βάρος δυσανάλογο της ηλικίας της και όμως τα κατάφερε. Την καλωσόρισαν με μια φωνή και οι τρεις αλλά όταν την πρόσεξαν καλύτερα κοκάλωσαν και την κοίταξαν παραξενεμένοι. Δεν πίστευαν στα μάτια τους.

-Γιαγιά γιατί είσαι ξυπόλυτη .Πού είναι τα παπούτσια που σου φέραμε! Ποιος σου τα πήρε τα παπούτσια γιαγιά, ρώτησε η μικρή και ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα

-Ρε μάνα συμπλήρωσε ο γιος της τι πράγματα είναι αυτά. Τι έκανες τα παπούτσια σου.

Η νύφη δεν ρώτησε. Την είχαν καλύψει οι προλαλήσαντες.

Η Δαγκουνολάμπαινα απίθωσε το καλάθι της στο παραγώνι δίπλα στο τζάκι και ακούμπησε το γέρικο κορμί της στη ντιβανοκασέλα κάτω από το παράθυρο. Πήρε μια ανάσα και κοιτάζοντας τους στα μάτια σαν να προσπαθούσε να απολογηθεί είπε.

-Προψές, ήρθε στο χωριό από την Αθήνα, ο Χρίστος της Νικόλαινας. Ήρθε να με δει με τη γυναίκα του και μου’ έφεραν και δαύτοι πατούμενα. Τώρα που πήγα για τα καριζόνια, αντάμωσα τη Λώλαινα και τα πατούμενα της ήταν τρύπια και ακόμα έχουμε κρύα και βρέχει και τα νερά της κάνουν τα πόδια τσουπλί (μούσκεμα). Πως θα βγάλει το χειμώνα η δόλια η χήρα,. Εγώ έχω και δαύτα που ’φερε ο Χρίστος. Τι τα θέλω εγώ δυο ζευγάρια,. Πολλά δεν είναι,. Της έδωκα λοιπόν τα που μου φέρατε. Καλά δεν έκανα γιόκα μου,. Μη με μαλώσεις.

 Ποτούλα Τσίτσου-Πασχαλίδη




Ανώνυμος

Ανώνυμος

Related Posts:

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Από το Blogger.