Αφιερωμένο στους γιους μου, Παναγιώτη και Νίκο
Πολύ φασαρία και φωνές ακούγονταν στην άκρη του πυκνού
δάσους. Εκεί, δίπλα στον ποταμό ζούσαν δύο αβγά. Κοντά και χοντρά και τα δύο
αλλά με διαφορετικά χρώματα και συμπεριφορά. «Είμαι γεννημένος για την κορυφή!
Κοίτα κορμοστασιά, κοίτα ομορφιά! Μα ναι , έχω σπάνια ομορφιά!» έλεγε ο Τσακ ,
ένα αβγό φαντασμένο που καθόταν δεξιά, δίπλα στον θάμνο με τα μοβ λουλούδια.
Ο Τσακ ήταν ένα όμορφο, λευκό αβγό με γκρίζες βούλες που
έλαμπε όταν έπεφταν επάνω του οι ακτίνες του ήλιου. Καμαρωτός και πολύ
υπερήφανος, ήθελε όλοι να τον θαυμάζουν! Κοίταζε το είδωλο του στα νερά του
ποταμού και χαμογελούσε ευχαριστημένος. «Τι όμορφος που είμαι! Μα εγώ πρέπει να
είμαι βασιλικό αβγό, δεν εξηγείται αλλιώς τέτοια ομορφιά, ακόμη και τα
λουλούδια αυτού του θάμνου με ζηλεύουν» έλεγε με περιφρόνηση!
Δίπλα στον Τσακ ζούσε ο Φρέντυ, ένα αβγό μικρό χοντρό και
αυτό, με κίτρινο χρώμα και πορτοκαλί πιτσιλιές. Ήταν ένα συμπαθητικό αβγό που
του άρεσε να πειράζει τους φίλους του. Διασκέδαζε κάνοντας τους άλλους να
θυμώνουν. «Τι σημασία έχει η ομορφιά Τσακ; Αβγά στρογγυλά και στρουμπουλά
είμαστε και τα δύο, μόνο τα χρώματά μας διαφέρουν. Μοιάζουμε κατάλαβέ το!» είπε
ο Φρέντυ χαμογελώντας πονηρά.
«Μου μοιάζεις εσύ; Μα ποιος νομίζεις ότι είσαι;» απάντησε ο
Τσακ ενοχλημένος «δεν υπάρχει αβγό όμορφο σαν κι εμένα!» Η δυνατή φωνή του
τρόμαξε μια πεταλούδα που πλησίασε όλο περιέργεια «Τολμάς να λες πως μοιάζουμε
κιόλας, δεν βλέπεις πως είσαι άσχημο;» Ο Φρέντυ τον κοίταξε χωρίς να μιλήσει,
αλλά με τα μάτια του, είχε δώσει την απάντησή του, είχε μάθει να μην τον
ενοχλούν αυτά που του έλεγε ο Τσακ. «Αντί να βλέπεις συνέχεια τον εαυτό σου και
να του κάνεις κομπλιμέντα, δεν γυρνάς να παίξουμε; Βαρέθηκα να καθόμαστε και να
σε ακούω να καμαρώνεις!» πρότεινε ο Φρέντυ.
«Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου! Αν κυλίσω θα βρωμίσω το τσόφλι
μου και δεν θα είμαι όμορφος πια!» Απάντησε ο Τσακ με ύφος και κοιτάχτηκε στα
νερά του ποταμού. Βλέποντας αυτήν την αντίδραση ο Φρέντυ, συνέχισε να πειράζει
τον Τσακ για να διασκεδάσει. Δεν είχε με τι άλλο να ασχοληθεί, γύρισε λοιπόν
προς το μέρος του και γέλασε τόσο δυνατά που στραβοκατάπιε και είπε
ξεροβήχοντας «Τι έχεις εσύ παραπάνω από εμένα;»
Ο Τσακ δεν άντεχε αυτή την προσβολή «γιατί αμφιβάλλεις; Δεν
βλέπεις το ωραίο μου χρώμα και το λαμπερό μου τσόφλι; Κοίτα τα ζωάκια που
περνάνε και με θαυμάζουν ενώ με εσένα κανένας δεν ασχολείται. Είσαι ένα κοντό,
χοντρό, άσχημο παλιοαβγό.» του είπε θυμωμένα, στην συνέχεια κορδώθηκε και του
γύρισε την πλάτη.
«Μήπως το παράκανα;» σκέφτηκε ο Τσακ και λοξοκοίταξε το άλλο
αβγό « γιατί ο Φρέντυ δεν συμφωνεί μαζί μου; Γιατί δεν με θαυμάζει; Μήπως
χάλασε η ομορφιά μου;» Ο Φρέντυ όμως ντράπηκε με τα λόγια του Τσακ και κοίταξε
το είδωλο του στον ποταμό. Ήξερε ότι αυτός τον είχε προκαλέσει, αλλά δεν
περίμενε και τέτοια επίθεση! «Δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ, έχεις μεγάλη ιδέα για
τον εαυτό σου και όλο μας υποτιμάς!» φώναξε και γύρισε και αυτός από την άλλη
μεριά. Τον καυγά όμως διέκοψε ένα πουλάκι που καθώς πετούσε από πάνω,
κουτσούλησε τα δύο αβγά.

«φτου σου αγόρι μου, μα ποιος είμαι τέλος πάντων;» φώναξε με
καμάρι!
Ο Φρέντυ βλέποντας αυτή την συμπεριφορά άρχισε να ανησυχεί
λίγο για τον Τσακ «να του ρίξω μία πάνω στο κεφάλι μπας και συνέλθει»
σκεφτόταν, αλλά τις σκέψεις του διέκοψε μια ψιλή ψιλή φωνή. «καλά δεν ντρέπεστε
να μαλώνετε συνέχεια; Είστε και οι δύο αβγά, δύο αβγά από διαφορετικές μαμάδες
αλλά μεγαλώνετε σαν αδέρφια. Τι έχετε να χωρίσετε;» Τους είπε ένας κάστορας που
μόλις είχε βγει από την φωλιά του!
Ο Φρέντυ απάντησε αγανακτισμένος «μα δεν ακούς τι λέει όλη
την ώρα; Όλο υπερηφανεύεται και μας κάνει τον σπουδαίο!» «εγώ δεν κάνω τον
σπουδαίο, είμαι σπουδαίος και θα σας το αποδείξω! Εμένα η μαμά μου θα ήταν
πανέμορφο ζώο γι' αυτό έχω βγει τόσο κούκλος! κανονικά θα έπρεπε να με έχουν σε
παλάτι, όχι στο βρώμικο χώμα δίπλα σε ασήμαντους!» είπε ο Τσακ και σκέφτηκε
«ελπίζω η μαμά μου να ήταν στ' αλήθεια σπουδαία, γιατί αλλιώς την έβαψα! όλοι
θα με κοροϊδεύουν αντί να με θαυμάζουν» «Ε δεν τρώγεσαι με τίποτα» απάντησε ο
Φρέντυ και προσπάθησε να τον σπρώξει, όταν ακούστηκε ένα ΚΡΑΚ! Κανείς δεν το
περίμενε!
ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ ακούστηκε πάλι και ο Τσακ απέκτησε τρία μικρά
ραγίσματα! «Τώρα θα δείτε όλοι σας πως έχω δίκιο!» φώναξε υπερήφανα ο Τσακ «το
ζωάκι που θα βγει σε λίγο θα γίνει βασιλιάς του δάσους, τόσο όμορφο και δυνατό
θα είναι!» Κορδώθηκε και πάλι και στάθηκε καλύτερα στην θέση του μην γλιστρήσει
και κυλίσει στο ποτάμι.
ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ ακούστηκε και από την άλλη πλευρά και ένα μεγάλο
ράγισμα εμφανίστηκε στο κίτρινο κέλυφος του Φρέντυ. «Επιτέλους ήρθε η ώρα και
για εμένα» είπε με ενθουσιασμό, «τι χαίρεσαι εσύ; Κανένα παπί θα βγει από
εσένα, ενώ εγώ τέτοιο χοντρό, ψηλό και λαμπερό αβγό που είμαι, θα βγάλω έναν
έτοιμο βασιλιά» συμπλήρωσε μεγαλόπρεπα το φαντασμένο αβγό!
Δεν πρόλαβε να πει τίποτε παραπάνω, δύο μεγάλα ΚΡΑΚ
ακούστηκαν από τα δύο αβγά. Ο Τσακ άρχισε να τσακίζει και κάτι κίτρινο
προσπαθούσε να βγει από το μικρό άνοιγμα που είχε εμφανιστεί. Ο Φρέντυ είχε
ανοίξει κι αυτός στην μέση με ένα οριζόντιο ράγισμα και μια πράσινη μουσούδα
ξεπρόβαλε από μέσα.
«Ελάτε να δείτε, τα αβγά σπάνε!» Φώναξε ο κάστορας στα άλλα
ζώα που ήταν κοντά. Όλοι γούρλωσαν τα μάτια και κοιτούσαν με μεγάλη έκπληξη τα
δύο σπασμένα αβγά.
Από τον Τσακ είχε ξεμυτίσει ένα πολύ μικρό και γλυκό
αγριοπαπάκι με πορτοκαλί ράμφος, πράσινο κεφαλάκι που έκανε ένα τίναγμα για να
ξεμουδιάσει τα μικροσκοπικά κίτρινα φτερά του. Αυτό που προκαλούσε όμως τόσο
ενδιαφέρον δεν ήταν το αγριοπαπάκι, αλλά το άλλο ζωάκι που βγήκε από τον
Φρέντυ. Το μικρό πράσινο πλασματάκι προσπαθούσε ακόμη να βγει από το αβγό. Είχε
λαμπερά κίτρινα μάτια και μια λεπτή μουσούδα, γεμάτη κοφτερά δοντάκια. ΚΡΑΚ
ΚΡΑΚ ακούστηκε καθώς πάλευε να βγάλει την αγκαθωτή ουρά του. Ήταν ένα μικρό
κροκοδειλάκι, πολύ χαριτωμένο αλλά και πολύ πεινασμένο.
Ο κάστορας πήγε να πιάσει το αγριοπαπάκι για να το
απομακρύνει, αλλά το κροκοδειλάκι ανοιγόκλεισε με δύναμη το στόμα του και τον
φόβισε, «δεν μιλάς τώρα ε; Τόσο καιρό μας έκανες τον έξυπνο και τώρα δεν
μιλάς!» είπε ο μικρός κροκόδειλος με θάρρος και αυτοπεποίθηση, «παπαπα, τι να
πω;» Είπε κλαψουρίζοντας το αγριοπαπάκι «τώρα το μόνο που μένει είναι να με
φας» συμπλήρωσε ντροπιασμένο! «Δεν θα σε φάω! Είσαι αδερφός μου, τόσο καιρό
μεγαλώναμε μαζί και τα αβγουλάκια μας ήταν το ένα δίπλα στο άλλο. Αν και πεινάω
πολύ και είσαι ένας ανόητος ψηλομύτης, εγώ σ' αγαπάω» είπε το κροκοδειλάκι
χαμογελώντας και πήγε προς τον ποταμό.
Το μικρό αγριοπαπάκι χαμογέλασε με ανακούφιση και σκέφτηκε
«την έπαθα για τα καλά! Δεν ήταν σωστό να υποτιμάω τον αδερφό μου, πάλι καλά
που δεν με έφαγε! Από εδώ και πέρα δεν θα περιφρονήσω κανένα ζωάκι. Ποτέ δεν
ξέρεις τι θα σου τύχει» Μετά τίναξε την μικρή ουρίτσα του και χοπ χοπ με τα
αστεία ποδαράκια του βούτηξε στο νερό. Είχε πάρει το μάθημά του!

Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου