Απο το βιβλίο "Βάλσαμο για την Ψυχή στο Χώρο της Δουλειάς" των Jack Canfield & Mark Victor Hansen εκδόσεις Διόπτρα
Μπορεί παίρνοντας να βγάζουμε τα προς το ζην, αλλά δίνοντας
ζούμε πραγματικά.
Γουΐστον Τσόρτσιλ
Στην οικογένειά μας έχουμε όλοι καλές σχέσεις με τη δουλειά.
Και τα εφτά παιδιά της οικογένειας δουλέψαμε στο παντοπωλείο του πατέρα μας,
στο Μοτ, μια μικρή πόλη στα πεδινά της Βόρειας Ντακότα. Στην αρχή κάναμε
μικροδουλειές όπως το ξεσκόνισμα, την τακτοποίηση των ραφιών και το τύλιγμα των
πακέτων και αργότερα, όταν "πήραμε προαγωγή", εξυπηρετούσαμε τους
πελάτες. Καθώς δουλεύαμε και κρατούσαμε τα μάτια μας ανοιχτά, μάθαμε ότι η
δουλειά ήταν κάτι πιο σημαντικό από την επιβίωση και το κέρδος.
Κάποτε πήρα ένα μάθημα που θα μου μείνει αξέχαστο. Ήταν λίγο
πριν από τα Χριστούγεννα. Ήμουν στο γυμνάσιο και κι τα απογεύματα πήγαινα στο
μαγαζί και βοηθούσα, τακτοποιώντας το τμήμα με τα παιχνίδια. Ένα αγοράκι, πέντε
ή έξι χρονών, μπήκε μια μέρα στο μαγαζί. Φορούσε ένα καφετί κουρελιασμένο παλτό
με βρώμικες, τριμμένες μανσέτες. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και ένα
τσουλούφι στεκόταν όρθιο στην κορυφή του κεφαλιού του. Τα παπούτσια του ήταν
φθαρμένα και από το ένα έλειπε το κορδόνι. Το παιδί μού φαινόταν πολύ φτωχό για
να μπορεί να αγοράσει οτιδήποτε. Άρχισε να κοιτάζει στο τμήμα των παιχνιδιών,
παίρνοντας στα χέρια του διάφορα παιχνίδια για να τα δει καλύτερα και τοποθετώντας
τα πάλι προσεκτικά στη θέση τους.
Ο πατέρας κατέβηκε τις σκάλες και πλησίασε το αγόρι. Τα ανοιχτά,
γαλανά μάτια του χαμογελούσαν και φάνηκε το λακκάκι μάγουλο του, καθώς ρωτούσε
το αγόρι πώς μπορούσε να το βοηθήσει. Ο μικρός είπε ότι έψαχνε να βρει ένα δώρο
για τον αδελφό του. Μου έκανε εντύπωση που ο μπαμπάς τού φερόταν με τον ίδιο
σεβασμό που θα φερόταν σε κάθε ενήλικο πελάτη. Του είπε να κοιτάξει με την
ησυχία του. Έτσι και έγινε.
Ύστερα από είκοσι λεπτά περίπου, το αγοράκι πήρε προσεκτικά
ένα αεροπλανάκι, πήγε στον πατέρα μου και του είπε,
«Πόσο κάνει αυτό, κύριος;»
«Πόσο κάνει αυτό, κύριος;»
«Εσύ πόσα έχεις;» ρώτησε ο μπαμπάς.
Το αγοράκι άνοιξε τη χούφτα του. Από τη δύναμη που έσφιγγε
τα λεφτά του, η παλάμη του είχε γεμίσει με ιδρωμένες γραμμές όλο βρωμιά. Μέσα
στη χούφτα του κρατούσε δύο δεκάρες, μια πεντάρα και δύο πένες — είκοσι εφτά
σεντς στο σύνολο. Η τιμή του παιχνιδιού που είχε διαλέξει ήταν τρία δολάρια και
ενενήντα οχτώ σεντς.
«Ίσα ίσα φτάνουν», είπε ο μπαμπάς, καθώς του το έδινε.
Η απάντηση του πατέρα μου ακόμα αντηχεί στ' αυτιά μου. Καθώς τύλιγα το δώρο, σκεφτόμουν αυτό που είχε συμβεί. Όταν το αγοράκι βγήκε από το μαγαζί, δεν πρόσεχα πια το βρώμικο, φθαρμένο παλτό, τα ανακατεμένα μαλλιά ή το κορδόνι που έλειπε. Αυτό που έβλεπα ήταν ένα παιδί που έλαμπε, καθώς κρατούσε το θησαυρό του.
Η απάντηση του πατέρα μου ακόμα αντηχεί στ' αυτιά μου. Καθώς τύλιγα το δώρο, σκεφτόμουν αυτό που είχε συμβεί. Όταν το αγοράκι βγήκε από το μαγαζί, δεν πρόσεχα πια το βρώμικο, φθαρμένο παλτό, τα ανακατεμένα μαλλιά ή το κορδόνι που έλειπε. Αυτό που έβλεπα ήταν ένα παιδί που έλαμπε, καθώς κρατούσε το θησαυρό του.
Λαβόν Στάινερ
εκδόσεις Διόπτρα
www.dioptra.gr
www.dioptra.gr/710/el/Psuxologia--Prosopiki-anaptuxi/
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου